Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Πάνε χρόνια που δεν μένω πια εκεί. Δεν ήταν εύκολο να το αποφασίσω μα δε γινόταν αλλιώς. Μη φανταστείς ότι πεινούσα κιόλας, ότι κακοπερνούσα, καλά ήταν, τα βόλευα, κουτσοπέρναγα, μα αυτό το κουτσό ήταν που μου τσάκιζε τη ψυχή. Δεν ήθελα να περπατάω μονόπαντα βλέπεις, να τρέχω ήθελα και να χοροπηδάω σαν άγριο άτι. Προσδοκίες τ’ ανέμου, τι τα θες;
Στην αρχή δυκολεύτηκα λιγάκι, αργώ να συνηθίσω τις αλλαγές, γι’ αυτό. Τώρα όλα οκ. Κι αλήθεια δεν αισθάνομαι να μου λείπει τίποτα και κανένας. Που και που ρίχνω καμιά ματιά σ’ «αυτό» που άλλοτε ήμουνα εγώ. Βλέπω με απορία πως ακόμα συνεχίζει να κινείται, να μιλά, να περπατάει. Σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει. Σα να μην έφυγα ποτέ από μέσα του. Σα να μην παίρνει χαμπάρι απ’ το άδειο. Βλέπω κι άλλα «αυτά» γύρω του. Να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αυτόματα είναι η λέξη; Αυτόματα. Θαρρούν ότι ζούνε; αναρωτιέμαι. Άλλες φορές – όταν έχω τα κέφια μου - τα κάνω χάζι κι άλλες κλαίω πολύ.
Εδώ είναι ήσυχα, δεν έχει φωνές, σχήματα και κανόνες. Όλα ρέουν απαλά, κυκλικά και χωρίς όνειρα. Δεν έχει καλοκαίρια, μάηδες και χειμώνες. Δεν έχει ζέστες, βροχές ή κρύα. Καλά είναι.
Μόνο οι άκρες των μαλλιών της μου λείπουν αραιά και που. Η μυρωδιά της αγάπης της, το μαλακό της χέρι. Γρήγορα θυμίζω στον εαυτό μου πόσο πονάει το μετά. Πώς με φοβίζουν τα άδεια δωμάτια κι οι λέξεις «αντίο», «να προσέχεις», «καληνύχτα», «σε θέλω», «φίλησέ με».
Κάνω το σταυρό μου τρεις φορές κι ανεβαίνω ψηλότερα. Ξεχνάω να κοιτάξω το «αυτό» κάνα δυο μήνες και βάλε. Κι ύστερα το βλέπω ξανά να περπατάει στα ίδια, χλωμό, κουρασμένο και ανύπαρκτο και λέω, καλά είμαι εδώ, ήσυχα, ήρεμα, τι τις θέλω εγώ τις νοσταλγίες; Κι έτσι ξενοιάζω.