Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

μονάχα Ψυχή

Τα πανό αντηχούσαν φτηνά παρδαλά λόγια κάτω απ' τον παράδοξο ήλιο.
"Χειμώνιασε μπάρμπα!" φώναξε κατά τον ουρανό γεμάτος αγανάκτηση ένας νεαρός. Τα μάτια του είχαν διπλασιαστεί την τελευταία ώρα από τα χημικά και τον έτσουζαν. Κοιτιόταν όμως συχνά στον καθρέφτη της βιτρίνας και του άρεζε. Ένιωθε πως έπαιζε έναν σπουδαίο. Κόκκινο το χρώμα της χαράς. Κόκκινο το χρώμα του έρωτα. Κόκκινο το χρώμα του αίματος. Επανάσταση τώρα!
Οι ντουντούκες ανακατεύαν τα συνθήματα και τα ξαναέριχν
αν μια και δυο και τρεις. Καμιά τους δεν κατάφερνε να φέρει εξάρες σερί. Δεν κέρδιζες τίποτα έτσι μα να, καμιά φορά και η γνώση πως έχεις καλοτυχία τουλάχιστον είναι όφελος. Για την καλή σου διάθεση.
"Φτωχική και τούτη η επανάσταση φίλε!" κούνησε το κεφάλι ένας από τους άλλους νεαρούς, αυτούς που κρατούσαν τα μαυροκόκκινα λάβαρα. Έμοιαζε αχτένιστος και νευρικός. Στην τσέπη του παντελονιού του μια επώνυμη φίρμα έβγαζε μάτι. Παρακαταθήκη ναι. Μια επανάσταση για μια ψηλή καρέκλα. Αντιπαροχή. Έτσι γινότανε αυτά. Κάτι έδινες κάτι έπαιρνες. Αλίμονο στους αθώους.
Το ποτάμι του κόσμου όλο και τράνευε. Καθώς διάβαινε ορμητικό πιτσίλιζε με σάλιο και λέξεις όσους στεκότανε παράμερα. "Θαρρούν πως θα ζήσουν αυτοί!" κάγχασε ένας Άλλος με άφθονο τζελ στο μαλλί. Μα ένα έντομο μέσα του τον δάγκανε από ώρα σε ώρα χωρίς συνενοχή.
-----
Απ' την αντίπερα όχθη της ζωής Ένας. Ηλικία αδιευκρίνιστη, καρδιά αδιαπραγμάτευτη. Έπινε τσίπουρο στον ήλιο λογαριάζοντάς τον για συνδαιτημόνα. Από καιρό εις καιρού έκοβε μια ακρούλα σύννεφο για μεζέ ή μάζευε μια χούφτα χώμα. Απ' τα πλευρά του φυτρώναν λιόδεντρα και κυπαρίσσια. Και πάνω στον δεξί του ώμο ανάσταινε μια μικρούλα ροδιά. Αγρίμια σωρό κατοικούσαν στο βλέμμα του. Λύκοι, τσακάλια, αρκούδες καφετιές. Κι ελάφια. Πολλά ελάφια που δρασκελούσαν τη Γνώση με γοργά, δαντελένια άλματα. Κανένας δεν κυνηγούσε κανέναν. Κι η θάλασσα μουρμούριζε τα παρακαλεστικά της.
"Μονάχα Ψυχή. Τίποτα άλλο δεν έχουμε να μοιράσουμε. Όλα για όλους είναι. Ο Αρχιμάστορας για όλους μερίμνησε. Κανέναν δεν αδίκησε κανέναν δε λησμόνησε. Ανάμεσα ουρανού και γης κατοικεί η πιο τρανή σοφία. Μα ξεχαστήκαμε και τρέχουμε αλλού γι' αλλού."
Μπορεί και να έβρεχε λίγα και ξαφνικά. Μα εκείνος σαν άγαλμα σμιλεμένο απ' τα χρόνια καθότανε ακίνητος θαρρείς και στοχαζότανε για ώρες.
"Μονάχα Ψυχή γιε μου. Τίποτα άλλο δεν μας απόμεινε πια. Κι ένα βιβλίο ανοιχτό. Να βγαίνεις στο παραθύρι του και να σπουδάζεις τον κόσμο."
---------------------------