Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

sold out



Τον βλέπω ώρα τώρα. Απέναντι. Με το τσιγάρο στα χείλια και το σύννεφο στα μαλλιά. Μ' ένα σπόρο από γαρύφαλλο στη τσέπη. Ζυγιάζεται στο φρύδι του γκρεμού. Μου δίνει την εντύπωση πως θέλει να πετάξει έτσι όπως ανοίγει τα χέρια σα σκλαβωμένο πουλί. Με την απορία στην καρωτίδα που κλωτσά. Και τις φλέβες στο κορμί του ανάγλυφα σκοινιά. Ανοίγει το στόμα. Αναστενάζει άηχα. Ντέρτι και ντουμάνι. Ακυρώνει την αίσθηση της ακοής αυτή η γδαρμένη ησυχία. Ίνες νάυλον κρεμιούνται απ' το ρούχο της νύχτας. Δευτεράντζα! Πού αίσθηση γούστου για κάτι πιο φίνο;
Πάρε! Δώσε! Πατσίσαμε! Δωμάτια κλειστά ερμητικά που μυρίζουν περσινό ιδρώτα και φτηνό σαπούνι. Κουτάκια μπύρας που συναγωνίζονται ποιο θα φτάσει πρώτο στο τέρμα. Καμένο γκολ. Το ξεπουλήσαμε το παιχνίδι ρε φίλε.
Το πρόγραμμα εξΑσκησης των ειδικών δυνάμεων είχε να κάνει με παιχνίδια εξουσίας. Η κάβλα της πρώτης φοράς όχι. Στα σημεία επαφής όμως τη χάσαμε την αρχή. Βγήκαμε μέσα από τη σκουληκότρυπα της σαγήνης για να πέσουμε με τα μούτρα στα κιμπαριλίκια της εξουσίας. Το πάνω χέρι χαϊδεύει καλύτερα. Έτσι έλεγαν μες στα στενά των Εξαρχείων κάποιοι ντυμένοι με μαύρα. Και δεν ήτανε οι παλιοί γνωστοί.
Ξέρεις, πολλές φορές τους χειμώνες ψάχνω να βρω την πιο τρελή αμυγδαλιά λαχταρώντας να τινάξω τα κλωνιά της πάνω μου. Άμα δέσω καρπό λέω ίσως και να μπορέσω να σε κρατήσω εδώ. Πικραμύγδαλο θα είναι μα έχει τόσο ωραία μυρωδιά. Γελάς! Πάντα γελούσες! Ακόμα κι όταν είχες φορέσει κατάσαρκα την Ασπασία, τη Θεοδώρα, την Κασσιανή γελούσες. Στη γωνιά του μαγαζιού, δίπλα στο πράσινο κύμα, ο ιππόκαμπος που βρήκαμε σκοτωμένο είχε αναστηθεί και χόρευε μάμπο με την παιδιάστική μου αίσθηση. Ακόμα δε λέω να παραδεχτώ πως σωθήκανε τα θαύματα. Ακόμα δε λέω να το χωνέψω πως το μαγαζάκι της λατρείας ξεπούλησε, "sold out" είπαμε.
Έρωτες, πάθη, θυσίες και μαλακίες της σειράς. Σου άρεσε να τρως πασατέμπο και να κοιτάς σαπουνόπερες στην tv. Κι ύστερα έκλεβες σκηνές και τις έραβες στην κουρτίνα. Τόσα χρόνια πέρασαν κι η κουρτίνα ακόμα εκεί. Ακούνητη!
Δε λες να την τραβήξεις μια στάλα, να μπει αποστειρωτικά ο ήλιος, σα λάβρος γκόμενος αυτός και να σου πάρει βίαια τη γαμημένη την παρθενία της ψευδαίσθησης. Επιτέλους!
Τον βλέπω ώρα τώρα. Απέναντι. Ζυγιάζεται στο φρύδι του γκρεμού. Με το τσιγάρο στα χείλια. Κι έναν αρχαίο φόβο στην καρδιά. Για το αυριανό ξημέρωμα. Χωρίς εσένα!

γρατσουνιές...

 
Η αψάδα του μεσημεριού, αυτό το σιγοκλείσιμο των ματιών για να μην σου κάψει ο ήλιος τους επιπεφυκότες, μετακόμισε αργά αλλά σταθερά τα πρωινά. Δεν ήθελε και τόσο να μετακινηθεί, μη θαρρείς. Μα λίγο η ζωή που άλλαζε, λίγο οι σπιτονυκοκυραίοι που χρειαζόντουσαν την ώρα για άλλες δουλειές, λίγο που από γεννησιμιού της βαριότανε εύκολα...τι να κάνει; Τα μάζεψε και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο άγριο χάραμα. Άγριο...πφφ! υπερβολές! Άγριο το λένε όσοι δεν ξέρουν.
Δεν ξέρουν τι είναι να ξυπνάς απ' τον ύπνο με του βουητό του σεισμού στα σπλάχνα, με την δίψα της επιθυμίας στο στόμα, με το κάψιμο του έρωτα στα μηνίγγια.
Δεν ξέρουν τι είναι να σε χτυπούν αλύπητα, σύρματα φορτισμένα ηλεκτρικά, η σκέψη σου στον αϋλο χρόνο, η ανάσα σου που ταξίδεψε πάνω απ' τις καταιγίδες για να βρει το δέρμα μου, μια σου λέξη ασήμαντη που έντυσε με σπίθες την ψυχή μου.
Συχνά το ξΗμέρωμα βρέχει φωτιές. Υγρές φωτιές που στάζουν απ' το ταβάνι, σχεδόν τελετουργικά πάνω στο κορμί μου, ζωγραφίζοντας δρόμους και ποτάμια που σου μοιάζουν. Φρενιασμένες άγριες γάτες με περπατούν απ' άκρη σ' άκρη.
Τα νύχια τους παίζουν μουσική με το θέλω μου ταίζοντάς το φρέσκο αίμα και παλιά σαγήνη. Τολμηρός συνδυασμός.
Κι οι ουρές τους μαστιγώνουν με μανία το Σύμπαν βιάζοντας αρχαίους δεσμούς. Σπάζοντας ανδρώνεις το Καινούριο. Υμένες, μάτια κι αντοχές.
Οι αντιστάσεις; Ε, όχι...οι αντιστάσεις είναι η αφορμή του πολέμου. Τις νιώθεις, τις ακούς, τις αγγίζεις γλυκά και κάνεις έρωτα μαζί τους. Λατρεύεις να τις φυλάς σαν ότι πιο πολύτιμο έχεις. Λατρεύω να τις φιλώ γιατί είναι δικές σου.
Μικρές, χαριτωμένες αντιστάσεις και φόβοι φυτεμένοι σε γλάστρες μυστικές. Τα βράδια γεννούν στα σκοτεινά, μ' έναν πόνο, νεαρούς, δαιμονικούς έρωτες με γλώσσες εθισμένες στο απαγορευμένο.
Η λέξη κλειδί για το επόμενο βήμα είναι "μη". Είχε δίκιο λοιπόν η μάγισσά μου!
(παγανισμού ψίθυροι)

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012


Αν + Αν



Τα βράδια πέφτει η θερμοκρασία στην έρημο. Θυμάσαι που άπλωσες το χέρι στη φωτιά να ζεσταθείς; Για 'κείνη τη νύχτα λέω που ούτε καν τα άστρα δεν καταδεχτήκανε να βγούν να σουλατσάρουνε στον ουρανό.
Υπήρχες Εσύ στη σκηνή γι' αυτό. Πώς να συναγωνιστούνε μια έφηβη αστραπή τα καημένα; Τουλάχιστον αυτή κουβαλάει κι ένα προμήνυμα γονιμοποίησης στους κόρφους της.
Ενώ τ' άστρα απλά σου σημαδεύουν το δρόμο. Μη χαθείς. Και προμαντέματα κερνάνε καμιά φορά, άμα τα πετύχεις στα κέφια τους. Μα όχι συχνά. Μην πω τώρα για τις ευχές. Όχι, δεν θα σου πω για τις ευχές. Είναι μεγάλη ιστορία και δεν κάνει...
Είναι που αλλάξανε οι εποχές κι η γνώση της μαντείας ντύθηκε άλλο κορμί. Μπορεί να φταίει που απαρνηθήκαμε την έρημο, που φοβηθήκαμε την επαφή με την τραχιά σάρκα της άμμου. Και τους δρόμους;
Θυμάσαι εκείνη η νύχτα, που άπλωσες το χέρι σου στη φωτιά λέω, θυμάσαι που ανακάτεψες με νάζι και τους δρόμους; Από τότε παλεύουν να ανασάνουν αυτοί έτσι που για νοικοκυριό τους τύλιξες σ' ένα ασημί κουβάρι. Και να μας ανταμώσουν. Αν + Αν τι άθροισμα να δίνει;
Ξημέρωσε μια νύχτα ερήμου τούτο το πρωινό. Σαν κάτι, απροσδιόριστα πονηρό - ένα φιλί δραπέτης λες; -να ρούφηξε όλη τη ζέστη του Μαίου. Κρυώνουν τα γυμνά μου πέλματα αλλά τουλάχιστον μου έμειναν τα αστέρια. Κι η φωτιά...που αργίνεψε να σβήσει! Όσο να πεις είχα παρέα...

μυστικά...



Εξόριστα χάδια,
ράχες φιδιών ανταριάζουν.
Με γλώσσα διχαλωτή
εκδιώχθηκαν της Παράδεισου,
του κορμιού σου οι αλμυροί λωτοί.
Λήθη θανατηφόρα.
Αρχαία κρόταλα αντηχούν στο δέρμα σου
μεταδίνοντας φωτιά ιερή.
Λαγόνες σε σύσπαση.
Ανάσες σε πάλη.
Μισχωτό λουλούδι ανοίγει διάπλατα
μέλι και γκρεμό εκχωρώντας.
Μεσάνυχτα!
Κραυγάζοντας σπάνε τα όρια των στεναγμών.
Μυστικά...
Μυστικά να μου λες πως με θέλεις.
Η πλάση κοιμάται...ακόμα!

Τρίτη 15 Μαΐου 2012


μη



Δεν είχα προσέξει ποτέ πριν, ποτέ, τι λέξη, τα βράδια τείνουν να γίνονται υπερβολικά, να μεθούν ακόμα και με την υποψία μυρωδιάς, να ασελγούν ασύστολα πάνω στα πρέπει μας και να παραπλανούν τις ψευδές - αισθήσεις μας. Στην θεραπεία του μυαλού αναφλέγονται όλες οι γνωματεύσεις συναντώντας το σπάραγμα του Μι ανάμεσα στα δόντια σου.
Πάλι άφησα ανοιχτή την πόρτα στους πειρασμούς που φέρνει αυτός ο ανυπότακτος αγέρας. Ακούω τα στράλια της φυγής να εξομολογούνται ψιθυριστά. Αχνά βογγώντας. Το "ίσως" πανάκι ταξιδιάρικο που ξεδιπλώνεται αργά. Φουσκώνει η κεντρική αρτηρία της ψυχής κι αιματώνονται οι πόθοι. Φλέβες που πάλλονται κι ανυψώνονται σαν πορφυρά αστρόπλοια. Η σκέψη μου σκαρφαλώνει αγκομαχώντας στην εσωτερική πλευρά του χεριού σου, στο δέρμα το τρυφερό, το πρωτοβάδιστο, αφήνοντας πίσω της μελανά στίγματα που σημαδεύουν. Κι ύστερα εξατμίζεται στη ζέστη του λαιμού σου, γίνεται δυο, τρεις, τέσσερεις σκέψεις που φυγαδεύονται μανιασμένα προς όλες τις κατευθύνσεις. Πώς να μαζέψεις με σύνεση τόσες α-τιθασεμένες σκέψεις; Δύσκολη νύχτα προέβλεψε η προσωπική μου μάντισσα. Με φούρια και αυστηράδα έριξε τα κόκκαλα στο πάτωμα και πλατάγισε τη γλώσσα.
"Να θυμάσαι - μου είπε στο τέλος - ότι η λέξη "μη" είναι αυτή που σε ερεθίζει περισσότερο. Γιατί θα την ακούσεις!"  

Κυριακή 13 Μαΐου 2012


βράδυ Σαββάτου...




Είναι κάτι νύχτες, άγρια ερπετά. Χωρίς καμία αιδώ σέρνονται πάνω στους πάγους που αποκοιμιέσαι και ξύνουν φολιδωτά τις αντιστάσεις σου.
Λες πως δεν θα ξημερώσει κανένα φως. Η τελευταία λιακάδα έφυγε θυμωμένη, κλείνοντας ερμητικά πίσω της τα πορτόφυλλα του ουρανού. Σύνδρομο στερητικό σε καταλαμβάνει.
Ιδρώνεις. Κρυώνεις. Φανερά γδυτός τα βάζεις με τα σκοτάδια.
Ατμόσφαιρα πνιγηρή. Αναθυμιάσεις τοξικών αρνήσεων παραλύουν το νοητικό σου πέλμα. Πού θα πας;
Η Ερεσιγκάλ διασκεδάζει με τη θλίψη σου ταίζοντας στα σκυλιά της τα βρεφικά σου δάκρυα.
"Έλα λοιπόν! Πολέμα! Τι περιμένεις; Να σου χαριστεί η ζωή; Πολέμα!"
Ιδρώνεις. Κρυώνεις. Φανερά τρωτός τα βάζεις με τα μαχαίρια.
"Θυμάσαι; Με το χέρι αυτό χάιδεψα τα μαλλιά σου. Τρεις ζωές πριν να συναντηθούμε."
Η Μοίρα σου, σου μιλάει με τη φωνή που ακούν τα πρόωρα στάχυα. Και ξανθαίνουν.
Κόκκινη είναι, σαν αίμα νωπό, σαν τριαντάφυλλο του χειμώνα, σαν το φιλί που θα σου κλέψω. Κι έχει τη γεύση του κρασιού της Γης. Σπονδών τιμή στη χθόνια Θεά.
Η Γνώση σε καταλαμβάνει απρόοπτα στο βλεφάριασμα του λεπτού. Κι η Δύναμη το ίδιο!
Θα πολεμήσω! Για το Φως κι ένα σου γέλιο. Καληνύχτα ωραία μου ουτοπία!
Αύριο ξημερώνει Κυριακή...

Σάββατο 12 Μαΐου 2012


παραμυθάκι...


Κάπως έτσι ημερεύει το ταβάνι, με νότες που ανυψώνονται αχνά και τη σκέψη ενός δυόσμου που παλεύει για το Αδύνατο! Με το λεξιλόγιο των ματιών σου να βαθαίνει στιγμή τη στιγμή. Μια σκιά εδώ, μια αστραπή εκεί, παίζουν οι αποχρώσεις. Και οι καπνοί.
Λιβάνι έσταξε απ' τις άκρες των χεριών σου. Κι από τον ίσκιο σου νυχτολούλουδο. Δεν ήταν έτοιμος ο καιρός για τέτοια ξαφνική καλοκαιρία. Γι' αυτό πείσμωσε. Γι' αυτό είπε να βρέξει μια στάλα.
Μήπως και δροσιστούν οι φλογισμένες σιωπές πριν παρα-δοθούν σε ιλιγγιώδεις κούρσες αναρχίας.
Αργά τη νύχτα, ώρες μετά τη βροχή, πολύχρωμοι κισσοί αναριχήθηκαν με πάθος παριστάνοντας τους ατρόμητους πολεμιστές. Πάσχιζαν βλέπεις να αλώσουνε τα κάστρα της μυρωδιάς. Με το χρώμα τους καλοακονισμένο.
Δυστυχώς γι' αυτούς τους πρόλαβε ο άνεμος! Είχε μεγαλώσει, χρόνια πολλά πριν, καθισμένος πάνω σ' ένα κουρσάρικο καράβι. Που είχε για σημαία του τα μαλλιά σου. Έτσι εξηγείται το πως. Ήξερε.
Αγγίζοντας απαλά σε εισπνέει ολόκληρο ο άλλος. Και το Όλον είναι στρογγυλό, θηλυκό, σαν την Αγάπη.
Το γιατί ακόμα αγνοείται. Αλλά από πάντα του αυτό προτιμούσε να χάνεται. Για να το ψάχνουν όλοι.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012


ναι...



Γεύομαι,
κομμάτια βροχής βγαλμένης απ' τα κόκκινα σπλάχνα της ερήμου.
Φυσάει αλμυρά ο αγέρας σήμερα.
Κοίτα,
στάζει από παντού ο ουρανός πευκοβελόνες έφηβες.
Τις δαγκώνω απαλά
και με αίμα γλυκό, 
βύσσινο στην άκρη της γλώσσας μου,
καταδύομαι στου βυθού σου την πιο αρχαία σκόνη.
Άμμος τριγύρω κι ησυχία.
Με αδίστακτο ερωτισμό κόβει το ατσάλι
το πρόθυμο δέρμα.
Νι, άλφα, γιώτα...
κι όμως ήταν μονάχα γράμματα!
--------
Άραγε τι γεύση να έχει το "ναι" σου;

πάμε;


Βρήκα ένα άγουρο πλοιάριο μέσα στα αρχαία ιερά των ματιών σου.
Με ανατριχιασμένη καρίνα.
"Μην ξεχνάς ν' ανασαίνεις την άνοιξη!"
(και να ταξιδεύεις, συμπληρώνω σιωπηλά)
Σοφές κουβέντες πέφτουν πάνω στο τραπέζι αναπηδώντας
σαν κέρματα.
Κορώνα ή Γράμματα;
Κερδίζεις στα λόγια.
Κερδίζω στα μάτια.
Χαμένοι κι οι δυο.
Ένα συννεφιασμένο δειλινό αποκοιμιέται συχνά πάνω στα χείλια σου.
Μ' ένα άστρο μονάχα.
Μονάκριβο.
Μασώντας τα φιλιά σου
- λέω -
θα είναι σα να γεύεσαι το Άπειρο.
Χυμό από άγρια σμέουρα και οργισμένο αψέντι.
Η λέξη μεταίχμιο πάντα μου φέρνει στο μυαλό
ένα ανθισμένο ναρκοπέδιο.
Ερωτευμένο.
Τι όμορφη βόλτα όμως...
Πάμε;

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012



 desire

Κάθε βράδυ η σκέψη σου γονιμοποιεί την ενοχή μου.
Το πρωινό με συναντάει ανυποψίαστο,
να υφαίνω άλλοθι πάνω στα δέκα πρώτα κύματα που σ' έχουν ακουμπήσει.
Κάποτε.
Δεν έχει σημασία ο χρόνος.
Να προσπαθώ να τα τιθασέψω.
Μάταια.
Τα καλοπιάνω μήπως και γίνουν λίμνη.
Στον κήπο ενός φτωχού.
Ή έστω ποτιστική βροχή.
Να μεγαλώσουν τα σπαρτά του Θεού.
Λέω εγώ...
Ψέμματα!
Όμορφα ψέμματα λέω!
Τα έχω φυλάξει,
να δεις σωφροσύνη,
δίπλα στο βάζο του γλυκού.
Βύσσινο ήταν αυτή τη φορά.
Με την αιχμή μιας καρφίτσας στην άκρη της γλώσσας.
Και την υποψία του κάρβουνου αντί για κουκούτσι.
Τσούζει η επιθυμία.
Κι η άρνηση το ίδιο.
Ένα βήμα μπροστά.
Ένα βήμα πίσω.
Λικνιστικά βήματα.
Σαν της φωνής σου τις χορευτικές άκρες.
Κι η μουσική;
Ω! μα η μουσική δεν είναι παρά ένα καρφί στον τοίχο.
Για να κρεμάσει το πανωφόρι της η αποπλάνηση.
Όταν έρθει...


Τετάρτη 9 Μαΐου 2012



μπλε


Ήταν το πιο μικρό χαλικάκι που είχα δει ποτέ.
Μια σταλιά, σαν ωμός κόκκος ρύζι.
Και να πεις πως είχε ξεφύγει από κανένα χαρούμενο γλεντοκόπι;
Σ' έναν κυματισμό της ασφαλτου συναντηθήκαμε.
Φουσκοθαλασσιά.
Μη θαρρείς καμιά σπουδαία χωμάτινη καταιγίδα.
Σκαμπανεβάσματα του νου.
Φύσαγε κι εκείνη η νοτιά η ανελέητη...
Σου το 'πα πως πονάω όταν αλλάζει ο καιρός;
Και θυμάμαι.
Κι εκείνο εκεί, στην εσώτερη πλευρά των βημάτων.
Να με αγκυλώνει.
Κι εσύ...
Μονάχα με την ηχώ μιας λέξης.
Με μια συλλαβή.
Θαρρώ πως ζούσα καλύτερα τότε που ήμουνα ψάρι.
Τουλάχιστον δεν με βασάνιζαν τέτοια απρόοπτα συμβάντα!


Τρίτη 8 Μαΐου 2012


μετάληψη


Της καληνύχτας οι πεποιθήσεις είναι πάντα αμφίσημες.
Θα σε βρω πάλι απόψε να καιροφυλαχτείς κάτω απ' το σεντόνι.
Πόσες ρωγμές να ανοίξω στην ψυχή μου για να μπεις;
Μέσα στο τενεκεδένιο κουτί που άφησα πάνω στον πάγκο της κουζίνας
έκρυψα το αντικλείδι.
Όμως εσένα σου αρέσει να τα βάζεις με τις μέλισσες
και με τους ανέμους.
Και δεν θα το πάρεις.
-----
Η θεία μετάληψη μπορεί να γίνει ένα ισχυρό άλλοθι για να μεθύσει κανείς
Φίλησέ με!
 Θέλεις να παίξουμε;



Η ωραιότητα είναι κάτι σχετικό.
Το ίδιο και τα παραμύθια.
Μικροί κύκλοι που γυρνάνε γύρω από έναν άξονα κι ολοένα μεγαλώνουν.
Δερβίσικα.
Χτες το βράδυ έπιασα σφιχτά τη νύχτα μέσα απ' τα μάτια σου και την πήρα βίαια.
Μαζί μου.
Της αρέσει αυτό της νύχτας ξέρεις.
Η βιαιότητα του κατακτώ.
Σήμερα το πρωί βρήκα στο προσκέφαλό μου έναν σκαραβαίο να με στοχάζεται τρυφερά.
Μέσα στο μεταλλικό κουτί που φυλάγω τα πολύτιμα,
- γνωρίζεις -
θα βρεις το απόκομμα της χαμένης μυρωδιάς του γιασεμιού.
------
Θα σε πάρω!
Είχα πει απ' την αρχή.
Κρυμμένη κάτω απ' την αγριότητα του πολέμου ήταν μια παιχνιδιάρικη υπόσχεση.
------
Θέλεις να παίξουμε;

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012


Επιτάφιος


Δεν ήταν η πρώτη φορά που ξεκινούσες να πας μια βόλτα. Μα απόψε ξεχάστηκες να κουβαλάς τον Επιτάφιο στα χέρια σου. Τι κι αν ήταν σβηστά τα κεριά και μαραμένα τα λουλούδια; Τι κι αν όλα εκείνα τα μελωδικά τροπάρια σιγούσαν πεισματικά; Εξάλλου έλεγες συχνά πως αποστρέφεσαι τη γλυκύτητα του θρήνου. Πως μονάχα το άγριο ουρλιαχτό των αγριμιών μπορεί να δονήσει την αταραξία του Σύμπαντος.
"Πάλι καπνίζεις;
Αφήνω πίσω μου τον καπνό για να με βρίσκεις. Όταν χάνομαι."
Συνομιλούμε συνήθως στην γλώσσα των κωφαλάλων. Σχήματα γεωμετρικά ανταλλάσουμε αντί για φιλιά. Κάποιες στιγμές μπορεί να σου χαρίσω γράμματα. Το Κάπα ας πούμε που με γοητεύει. Δεν είναι αυθεντικά αυστηρό, αιχμηρό και συγχρόνως αβέβαιο; Εσύ μου χαρίζεις νησιά. Και ξεγυμνωμένα σπάρτα που λογχίζουν τον ουρανό με βία. Την Αστυπάλαια μου τη χάρισες για τους γκρεμούς της είπες. Γλυκό νησί σχεδόν θηλυκό απάντησα, με άπειρες κοιλότητες.
"Την εσώτερη πτώση να φοβάσαι. Μην μοιάσεις με όσα απεχθώς επιθυμείς. Αυτό είναι αλλοτρίωση στ' αλήθεια."
Πλησίασες στη θάλασσα. Μπήκες στο νερό ως τα γόνατα κι άφησες τον Επιτάφιο να τσουλήσει αργά πάνω στη ράχη του που έμοιαζε ανατριχιασμένη.
"Αν διδάξουμε στη θλίψη μας το ταξίδι μπορεί και να μη βγούνε όλοι οι φάροι σε ανεργία" είπες κι άναψες τσιγάρο ξανά.
-----
Θα σε βρω. Είμαι σίγουρη πια!

Σάββατο 5 Μαΐου 2012





αμαρτάνοντας


Ήταν που αποφάσισα να συλλέξω τα ασημένια ρινίσματα του φεγγαριού.
Γι' αυτό ξεστράτισα.
Έφταιγε κι η νοτιά ίσως που φύσαγε ακούραστα πίσω απ' τον αριστερό σου ώμο.
Σαν χάρτινο βαρκάκι μ' έσπρωχνε η επιθυμία.
Σε μαύρα νερά που μουρμουρίζαν ξόρκια και λόγια του πάθους.
Κρυφά.
Δεν ακολούθησα την πορεία του Οδυσσέα.
Μα να, δεν περίμενα πως μες τη νύχτα θα συναντούσα το βλέμμα σου.
Σα συλλημένο ναό από ανίερα πάθη.
Παραδείσιες ψευδαισθήσεις ανατρέφω χρόνια τώρα.
Αφορμή είναι.
Για να γιγαντώνεται η απαγορευμένη έλξη της αμαρτίας.
-----
Τις σκιερές νύχτες,
μυστικά γεννώ μαύρα λουλούδια
που τους δίνω το όνομά σου.
                               Σαλώμη

Στη συνομωσία πήραν μέρος όλα τα χρώματα.
Τα ξέφτια της σκιάς σου.
Κι η έφηβη αστραπή που καβαλάει τα χείλια σου όταν γελάς.
Εξοστρακισμένους πυροβολισμούς δεχόμουνα.
Καταιγισμός πυρών με εκκωφαντικές αντανακλάσεις.
Ο καθρέφτης που φορούσα στο στήθος μου έγινε κομμάτια.
Εφτά χρόνια bad luck.
Στο διπλανό τραπέζι η Σαλώμη κερνούσε κρασί ανάμεικτο με του κορμιού της τη μυρωδιά.
Τα χέρια της κοσμούσε η ανάμνηση της κεφαλής του Ιωάννη.
Δεν χρειαζόσουνα πέπλα.
Ήταν σίγουρο.
Κι εγώ.
Είχα χάσει το κεφάλι μου χρόνια πριν.
Στα τείχη της Κωνσταντινούπολης ή και στη Βηρυττό.
Δεν θυμάμαι καλά.
Δεν πίνω κρασί επίσης.
Μεθώ εύκολα,
απ' του φιλιού σου την απαντοχή.
Ήδη.
Στάθηκες μπροστά στο στήθος μου σα δαμασκηνό σπαθί.
"Χορεύουμε;" είπες
Φευγαλέα κοίταξα το ρολόι απέναντι
Δώδεκα μεσάνυχτα εκεί, ακίνητο.
Στη στιγμή της συνουσίας των παραμυθιών.
Μια μουσική ξεκίνησε ν' ανεβαίνει εκστατική την οδό της κορύφωσης.
"Χορεύουμε;"
--------
Δεν θα λείπω!