Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011
explosion
Απόψε οι ανέμοι περίσσευαν
απ' τις ορθάνοιχτες πόρτες.
Για κοίτα!
Μέχρι την άκρη του κρεββατιού σου
έφτασε η θάλασσα.
Το πρωί
- ο Θεός των ασήμαντων να το κάνει πρωί -
περπάτησες ξυπόλητη πάνω σε φύκια
και σπασμένα φεγγάρια για να βγεις στη ζωή.
Άνοιξες το παράθυρο, καταπώς το είχες συνήθεια.
Σα σκισμένη αφίσα έχασκε ο ουρανός
κι ο τοίχος πίσω του είχε το χρώμα του θανάτου.
Σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο.
Στο σαλόνι σου λάβαρα, παράσημα και κάθε είδους θυμητικά.
Άνοες νίκες
"Πρέπει να ξεσκονίσω" είπες
αδειάζοντας από μέσα σου μια βαθυπράσινη ανάσα.
Κοντοστέκεσαι διστακτικά
Ένα βήμα χωρίζει τα "πρέπει" απ' τα "θέλω"
Μικρές καρδιές σφυροκοπάνε,
διάσπαρτες σ' όλο σου το σώμα.
Τικ! Τακ! Τικ!
Το ερμάριο της ψυχής δεν ανοίγει με αντικλείδι.
Τικ! Τακ! Τικ!
Ένα μόλις λεπτό απομένει.
Πενηνταεννιά, πενηνταοκτώ, πενηνταεφτά, πενηνταέξι.
Κλείνεις τα μάτια φωτογραφίζοντας την παύση
κι η βροχή βρίσκει την ευκαιρία να τρυπώσει απ' το παράθυρο
που 'χες ξεχάσει ηθελημένα ανοιχτό!
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011
ακέραιος αριθμός
Ακέραιος αριθμός
Μπορεί να είναι και νύχτα,
προπαραμονές Χριστουγέννων
γιορτή με το ζόρι δηλαδή,
θες δεν θες.
Έρχεται και σε χτυπάει με δύναμη η ζωή,
με μίσος σχεδόν,
ξύπνα!
ξύπνα!
ξύπνα!
Φωνάζει.
Οι διδάσκαλοι των νόμων
μπορεί να είναι οι άγιοι των φαναριών,
οι άστεγοι της πλατείας,
οι νηστικοί της λύπης.
Μπορεί να είναι ότι με πείσμα
κεντά την αντοχή σου.
Ένα βήμα απ' το κρεββάτι σου ο κήπος της Εδέμ,
ο Δράκοντας που κοίμισες
τάζοντάς του ψυχή και φωτιά,
το μυαλό σου που περιπλέκεται στον κορμό του δέντρου
σφυρίζοντας διχαλωτούς πειρασμούς.
Μη φύγεις
Μην το βάλεις στα πόδια
Ξανά
Πάρε το βάρος του κόσμου στους ώμους σου
και ζητιάνεψε τα μήλα των Εσπερίδων.
Δεσμεύοντας λευτερώνεις το αξεδιάλυτο.
Δεν καταλαβαίνω...
Το αριστερό σου μάτι δακρύζει τα βράδια
Τα πρωινά επιτυγχάνει να κοιμάται
Για κοίτα!
Κάποιος από τους τελευταίους ρομαντικούς τούτου του κόσμου
έντυσε με γιασεμιά τους γκρεμούς
έτσι που η πτώση να μοσχοβολά άνοιξη.
Αφέσου!
Τι άρτια λέξη
για κάποιον που υπήρξε πάντοτε ακέραιος αριθμός...
αφιερωμένο στον φίλο και οδηγό μου Σωτήρη και στην αναπάντεχη Μαρία της ωραίας Αστυπάλαιας
Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011
αλντεμπαράν
Κάθε φορά που η θάλασσα με βγάζει
να στέκω γυμνή μπροστά στα μάτια σου,
χαριστικά απαλλαγμένη
έργων και λόγων πολλών
μασώ τη σιωπή ευλαβικά,
φύλλο το φύλλο.
------
Αρχαίες τελετές ακολουθώ,
λιβάνια που καίνε,
θυσίες στη Θεά,
με χιτώνες λευκούς και πορφυρά ιμάτια
ενδύω της στιγμής τη σαγήνη.
-------
Ένα νεύμα προσμένοντας...
-------
Κάπου - κάπου,
αχνός ψίθυρος,
μια ανάσα που τρέμει,
δικιά σου;
δικιά μου;
Δεν ξεχωρίζει εύκολα το όμοιο.
------
Στις άκρες των χειλιών
μικρές, ερωτηματικές εκρήξεις.
Κόκκινα ποθητά φιλιά
που φτερουγίζουν ανάλαφρα
γύρω απ' το ολόγραμμα της σκέψης σου.
------
Μα δεν σε φτάνουν
------
Τα βράδια ανυψώνεσαι στους ουρανούς μου
λαμπρή και πάνοπλη,
ωραία σαν μυστικός αστερισμός
που έξαφνα μου αποκαλύφθηκε.
Κι άλλο δεν έχω
απ' το να σε ακολουθώ σεβαστικά
σ' αυτές τις άυλες αιωρήσεις σου στο Σύμπαν
σαν άστρο και σαν προσευχή
με άγρυπνα, ονειρευόμενα μάτια.
Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011
ο νεαρός βοριάς
Την τελευταία βροχή που μου έστειλες την ξεφλούδισα αργά, τελετουργικά σχεδόν. Έψαχνα με ηδονική αγωνία να βρω το κουκούτσι της παρουσίας σου. Αντί γι' αυτό
έναν νεαρό βοριά ανακάλυψα
που να φυσά καλά - καλά
δεν ήξερε.
------
Η Βαβυλώνα τα φώτα της όλα ανάβει
χορεύοντας γυμνή
κάτω από πυρσούς που φλογίζουν
ανόσια πάθη.
Ήχοι δαιμόνων
κι αγγέλων ρινίσματα.
------
Ξεκλέβω εικόνες
------
Αστράφτει στη σχισμή του κάστρου
κι οι δράκοι εξημερώνονται.
Κανείς δεν φυλάει πια
τα μυστικά μας περάσματα,
μήτε το λακκάκι που αγαπώ
στον λαιμό σου.
Τα βράδια ονειρεύομαι μ' ανοιχτά μάτια
την επιστροφή του ασώτου,
την ακύρωση της Κυριακής,
τα ψέμματά σου
και του Σαμψών τα μακριά μαλλιά.
Τα πρωινά βγαίνω στους ουρανούς
που μου δάνεισες
και με τρωτά χείλια
αναζητώ μαβιά κυκλάμινα
και χάρτινα φιλιά
που δοκιμάζουν τις αντοχές μου
με χαμηλές ασύντακτες πτήσεις.
------
Στο Κολοσσαίο ξεκίνησαν
οι πρώτες ιαχές του πλήθους.
Άκου,
πόση λαχτάρα γιορτής
μπορεί να κρύβει ένας θάνατος.
Κόκκινα στίγματα βάφουν χαρούμενα
το χώμα της αρένας.
------
Συνάζω χρώματα
------
Δεν ωφελεί να στέκω ακίνητη
στην άκρη της γιορτής,
να περιμένω.
Αργείς.
Από παλιά θυμάμαι...
Η Πενθεσίλεια με τη συνοδεία της ήδη ξεκίνησε
για την Τροία.
Είναι πιο εύκολο τελικά
να πολεμάει κανείς
παρά να Σε ερωτεύεται.
Κι ο νεαρός βοριάς που μας αντάμωσε
ακόμα να μάθει να φυσάει.
περίπατος
Μια Κυριακή είπες θα περπατήσουμε μαζί σε όλη την Αθήνα. Θα σε κρατώ απ' το χέρι κι απ' το αριστερό σου πλευρό θα φυτρώνουν κόκκινα μήλα.
Στα φανάρια Πακιστανοί άγιοι
θα καθαρίζουν τα παρμπρίζ των ματιών μας.
Δεν βρέχει γαμώτο!
Αντί για φιλιά
θα μοιράζουμε σ' όλους
μήλα και βρισιές.
Κι όταν κουραστούμε
θα σκαρφαλώσουμε
στο πρώτο σύννεφο
που θα κάνει σταση στο Θησείο.
Δεν ξέρω αν σ' αγαπώ,
μη με ρωτάς.
Αγαπώ τον ήλιο που σπάζει
στα σπασμένα τζάμια των σπιτιών του Μεταξουργείου
είναι σα να νυχτώνει χίλιες φορές τη μέρα εκεί.
Αγαπώ τα κλεμμένα μάρμαρα του Παρθενώνα,
της έλλειψης το πολύτιμο,
το απλωμένο χέρι της γύφτισσας μπροστά στην Αγία Τριάδα.
Λες πως δεν μπορώ ν' αγαπήσω ανθρώπους.
Μπορεί.
Μπορώ όμως να περπατήσω μαζί σου
μια ολόκληρη μέρα στην Αθήνα.
Κι είναι αρκετό.
παλίρροια
Κι αν όλη μου η ζωή
διαρκέσει μια ώρα,
θέλω να την ξοδέψω αιωρούμενη,
πάνω απ' τα νερά της παλλίροιας
καπνίζοντας ένα τσιγάρο
που θα γράφει το όνομά σου.
------
Είδες τι θλίψη έχουν τα Χριστούγεννα
στην επαρχία;
Τα φωτάκια που αντανακλούν
πάνω στα λασπωμένα νερά
στις άκρες των δρόμων,
ένα καφενείο με λερά τζάμια,
οι φθαρμένες τράπουλες,
οι μυρωδιές των ανθρώπων που εξατμίζονται
στην υγρασία του απογεύματος.
Ίχνη από καμμένο λίπος και τσίπουρο.
Λερωμένες δαχτυλιές πάνω στα παιδικά χαμόγελα
και στο ταγιέρ της εορτής.
Ένα μπουκέτο λουλούδια,
συνήθως γλαδιόλες μ' έναν φριχτό πράσινο φωσφοριζέ φιόγκο.
Φφφφ....
Τα βράδια φυσάει συνήθως
δράκους και πείσματα και φόβους.
------
Μια τέτοια νύχτα
κάτω απ' το κίτρινο φως της ΔΕΗ
έκοψα τα μαλλιά μου και στα χάρισα
για να 'χεις να θυμάσαι.
Χριστούγεννα
κι ο τοπικός άγιος Βασίλης
ήταν τραγικά όμορφος καθώς ανατρίχιαζε
κάτω απ' τον βραδινό ουρανό.
Δεν ευκαιρούσε να μας φέρει δώρα
είπε λυπημένος.
Γέλασες και τον κέρασες τσιγάρο και σκόνη.
Θα μπορούσα εκείνο το βράδι να περπατήσω πάνω απ' τη θάλασσα
για να σου δείξω πως...
Η παλίρροια μου είπες.
Η παλίρροια τα αλλάζει όλα.
Τα ανακατεύει.
Τα σκορπά.
Ζωές κι ανθρώπους.
------
Κι αν όλη μου η ζωή
διαρκούσε μια ώρα....
διαρκέσει μια ώρα,
θέλω να την ξοδέψω αιωρούμενη,
πάνω απ' τα νερά της παλλίροιας
καπνίζοντας ένα τσιγάρο
που θα γράφει το όνομά σου.
------
Είδες τι θλίψη έχουν τα Χριστούγεννα
στην επαρχία;
Τα φωτάκια που αντανακλούν
πάνω στα λασπωμένα νερά
στις άκρες των δρόμων,
ένα καφενείο με λερά τζάμια,
οι φθαρμένες τράπουλες,
οι μυρωδιές των ανθρώπων που εξατμίζονται
στην υγρασία του απογεύματος.
Ίχνη από καμμένο λίπος και τσίπουρο.
Λερωμένες δαχτυλιές πάνω στα παιδικά χαμόγελα
και στο ταγιέρ της εορτής.
Ένα μπουκέτο λουλούδια,
συνήθως γλαδιόλες μ' έναν φριχτό πράσινο φωσφοριζέ φιόγκο.
Φφφφ....
Τα βράδια φυσάει συνήθως
δράκους και πείσματα και φόβους.
------
Μια τέτοια νύχτα
κάτω απ' το κίτρινο φως της ΔΕΗ
έκοψα τα μαλλιά μου και στα χάρισα
για να 'χεις να θυμάσαι.
Χριστούγεννα
κι ο τοπικός άγιος Βασίλης
ήταν τραγικά όμορφος καθώς ανατρίχιαζε
κάτω απ' τον βραδινό ουρανό.
Δεν ευκαιρούσε να μας φέρει δώρα
είπε λυπημένος.
Γέλασες και τον κέρασες τσιγάρο και σκόνη.
Θα μπορούσα εκείνο το βράδι να περπατήσω πάνω απ' τη θάλασσα
για να σου δείξω πως...
Η παλίρροια μου είπες.
Η παλίρροια τα αλλάζει όλα.
Τα ανακατεύει.
Τα σκορπά.
Ζωές κι ανθρώπους.
------
Κι αν όλη μου η ζωή
διαρκούσε μια ώρα....
Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011
αιτιολογίες
Είναι γιατί
χριστουγεννιάτικα θραύσματα
Σ' ένα παράλληλο Σύμπαν
Που χαίρεται αναίτια,
Ξημερώνανε Χριστούγεννα
Κόκκινα
Αίμα γάργαρο αναβλύζει
Από το μπλε σου πουκάμισο
Που ξέχασες ανοιχτό
Στους βοριάδες
Ντύσου ζεστά!
Μη κρυώσεις, σου είπα
Ανέμελο παιδί, μη τα βάζεις
Με μαχαίρια που αστράφτοντας
Καθρεφτίζουν τον ήλιο
Μαθημένος είναι εκείνος
Να λιώνει κέρινα φτερά
Και καρδιές από χιόνι.
Είδες?
Δίκιο είχα,
Κόπηκες
Σε πολλά, μικρά κόκκινα
Κομμάτια.
Χριστουγεννιάτικα
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011
ασιδέρωτα
Τσαλάκωσα τον καθρέφτη μου σήμερα,
πριν βγω.
Στα δυο, στα τέσσερα, στα δεκατέσσερα.
Ρινίσματα γυαλιού αγκύλωσαν τα "πρέπει" μου
Τόσο όσο
για να δηλώσουν παρουσία οι ενοχές μου.
Έψαξα με τα μάτια να βρω τη στολή
που μου όρισαν.
Οι Άλλοι.
Έψαξα με την αφή να ανακαλύψω τον δρόμο
που μου διάλεξαν
Οι Άλλοι
Αφουγκράστηκα ν' ακούσω τα λόγια
που επέλεξαν για μένα,
να πω.
Οι Άλλοι
Ντύθηκα τη γύμνια μου
κι ένα κόκκινο καπέλλο.
Ζωγράφισα έξω απ' τα αυτιά μου
τη λέξη "ΚΛΕΙΣΤΟΝ"
και κατέβασα τα ρολά.
Στο σκυλί που αλυχτώντας μετρούσε τον ίσκιο μου
χάρισα ένα γέλιο και την ταυτότητά μου.
Για να παίζει.
Στα παπούτσια μου,
που αποχωρίστηκα τελευταία,
λευκά ζουμπούλια φύτεψα
κι έναν καινούριο ουρανό.
Δεν θα σιδερώσω το μέλλον μου φίλοι
Θα το φτιάξω.
Απλά.
Με το βλέμμα ενός παιδιού,
μια καρδιά και δυο χέρια.
Και θαρρώ,
- δεν ακούω τους Άλλους πια -
θα τα καταφέρω καλά.
στην Κάτια
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011
η Κυριακή των Αστέγων
Κυριακή ξημέρωσε
Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011
θα αργήσει
Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011
α-ταξία
------
Πριν έρθεις εσύ
πόσο απλός ήταν ο κόσμος
-------
Τα χρώματα,
κόκκινο, κίτρινο, μπλε
πράσινο, ροζ, μαβί
Εύκολη εικόνα κι η θάλασσα
αγκαλιά με λιγοστούς ήλιους
Έτσι να μοιράζεται,
ανώδυνο
Ο σταυρός του Αρχάγγελου,
τα θαύματα που είχαν βγει σ' ανεργία,
το φασκόμηλο που συσκευασμένο φύτρωνε
δίπλα στης ένδειας την αυλή
Ακόμα κι ο ουρανός
σα να 'χε ξεθωριάσει
από τις τελευταίες βροχές,
απαλό γαλανό,
σαν κοριτσίστικο βλέμμα το χρώμα του
σε τι πειρασμό να με βάλει;
-------
Πόσο εύκολα αδειάζουν τα χέρια
άμα σου λείπει η χρεία της αγκαλιάς
------
Ξέρω,
κάνει κρύο,
άλλαξε αφύσικα ο καιρός
κι οι φωτιές έχουν από καιρό
δηλώσει μετανάστες αντοχής
-------
Δώσε μου πίσω τις συνήθειές μου
-------
Μέχρι την πόρτα έξι βήματα,
κλειδώνω δυο φορές
σκαλιά δεκατέσσερα,
κατεβαίνω
Η κάθοδος διευκολύνει τη θλίψη άλλωστε
Καφές,
μία + μία ζάχαρη,
τσιγάρα τρία
Προσέχω πάντα να μετακινώ το βλέμμα
από τον τοίχο στο πάτωμα
και αντιθέτως
Διαλέγω λέξεις,
βουβές
με τον ορισμό του κενού στα σπλάχνα τους
Αλαφραίνω
Κι ύστερα ξανά πίσω
Σκαλιά δεκατέσσερα,
ξεκλειδώνω δυο φορές,
έξι βήματα εντός,
ησυχία
Σώθηκα
Ας ανακοινώσει κάποιος την ώρα θανάτου
Ενίοτε χρειάζομαι τη γνώση του τέλους
-------
Πριν έρθεις εσύ
πόσο απλός ήταν ο κόσμος
-------
Τώρα,
σβήνω το φως
μα δεν μπορώ να σβήσω το Όνειρο
--------
Πού είσαι;
Κρυώνω...
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011
ποια είσαι;
Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011
μου λείπεις απλά
Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011
τα κοχύλια...
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011
παραλήρημα
το σημάδι σου,
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
στο δρόμο...πάλι
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
σαν Aστροπαλιά
Θάλασσα κι ουρανός,
ένα κάστρο ανάμεσα,
φωτιά που αντιφεγγίζει
στου σπαθιού τη λάμα
Ανασαίνω...
Πορφυρές ίνες τυλίγουν απαλά
τα γκρίζα μνήματα
Έρωτας - Θάνατος
ή αλλιώς...
όσο κρατάει μια στιγμή
Η στιγμή!
Κι ήταν τόσο όμορφη...
------------
Κι είχα χρόνια ξεχάσει
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011
Και...δεν είναι τίποτα περισσότερο..
Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011
κάθε Αύγουστο...
Στην σκιά του φεγγαριού
βλέπω δυο φιγούρες
Χορεύουν αργά,
νωχελικά θαρρείς,
- μπα όχι, μοιάζουν άνθρωποι,
που δεν τους νοιάζει το χτες,
που δεν σκέφτονται το αύριο
άρα, ο χρόνος δεν τους αφορά,
τον καταργούνε -
σχεδόν ολόκληροι σαν δύο,
σχεδόν ατελής σαν ένας
Εσύ, πάντα Εσύ
Κι εγώ, Εγώ;
Ο Αύγουστος μας μοιράζει αστέρια
κι υποσχέσεις
Το καλοκαίρι μας ξεγελά
με φεγγάρια μισά
που πασχίζουν ονειρεύοντας
να γίνουν ολόκληρα
Κι η θάλασσα στέκει πάντα εκεί,
στη μέση
Δρόμος κι ερχομός
Δρόμος και πηγαιμός
Ακούραστες οι σκιές
χορεύουν όλα τα βράδια του Αυγούστου
μα το Σεπτέμβρη,
με την πρώτη βροχή λιώνουν απλά
σαν ασημένια δάκρυα και χύνονται
στων ποταμών τις άκρες
για ν'ανταμώσουν
ξανά και πάλι,
Εκείνη,
τη Θάλασσα
Κάθε Αύγουστο...
Χρόνια τώρα.
Τρίτη 19 Ιουλίου 2011
παλιό θαλασσινό...
Πολύ βαθιά βούτηξα
με μια ανάσα,
βράχοι στικτοί και κόκκινα κοράλλια,
ο αστερίας που τον δρόμο έδειχνε
κι ένα κοχύλι
τις φωνές των παραμυθιών αντηχούσε.
Τριγύρω σιωπή,
μπλε και τυρκουάζ
φύκια μπλεγμένα σφιχτά,
στο μπαούλο αναριχώνται
οι θησαυροί των πειρατών,
το μαγικό λυχνάρι,
κι ένα φυλαχτό
που ξορκίζει την κακοδαιμονία.
Έτσι σε βρήκα,
καταμεσής της θάλασσας,
παλιό σαν κόσμος,
καινούριο σαν αυγή
και σαν μέρα καθημερινή,
ευκαιρίας αγνάντεμα.
Μυστική κράτησα την κρύπτη
τις κλειδαριές που σκουριάζαν παραίτηση
δεν έσπασα
και τα φύκια
που αμύνονταν στο απ' έξω
χαϊδολόγησα γλυκά.
Μονάχα ένα κοράλλι
δοκίμασα να κλέψω
κουρσάρος ψυχών εγώ
κι ήταν σα να τα είχα πάρει όλα.
Κι εκεί,
στου βυθού το σεργιάνι ξεπέζεψα
μια προσευχή να αποθέσω
στα μικρά μυστικά σου...
Τρίτη 5 Ιουλίου 2011
ευτυχείτε...
Καλοκαίριασε,
είπες...
Έπιασαν πρώιμα οι ζέστες φέτος.
Πρέπει να σηκώσω τα χειμερινά ηλιοστάσια.
Πρέπει να κατεβάσω τα περσινά μου χαμόγελα.
Μυρίζουν ακόμα ναφθαλίνη.
Δεν πειράζει.
Μ' αυτά θα πορευτώ και φέτος.
Λιτά.
Ταπεινά.
Οικεία.
Και το καλό μου κορμί
σα να σκούριασε λιγάκι στην άκρη.
Ξεχασμένη έμεινε η αρμύρα
και διάβρωσε την ύλη του.
Εφήμερη έτσι κι αλλιώς.
Το γιασεμί μου φέτος αρνήθηκε να ανθίσει.
Πεισματικά γδύθηκε απ' το φύλλωμά του
και επέστρεψε οικειοθελώς στον χειμώνα.
Τι ωφελεί ν' ανθίζω
όταν έχεις χάσει από χρόνια την όσφρησή σου;
Τι να απαντήσω σ' ένα λουλούδι
που - δυστυχώς - δεν λαθεύει ποτέ;
Έχει βλέπεις την σοφία της φύσης στις φλέβες του.
Φωτοσυνθέτει απλά.
Αγαπά.
Κι επιβιώνει.
-----
Καλοκαίριασε είπα.
Και φέτος.
Τριγύρω μου άνθρωποι
λίγο σκουριασμένοι,
λίγο ραγισμένοι,
μόνοι στο πολύ
σοφοί στο καθόλου.
Μας εκδικείται θαρρώ.
Η φύση μας που αρνηθήκαμε λέω,
αυτή,
η αρχαία μάγισσα,
μας καταδίκασε σε πρόσκαιρη άνοια
και σε αιώνια παραπλάνηση,
πώς ν' ανθίσουμε οι άνθρωποι λοιπόν;
Πώς να δέσουμε καρπό;
------
Ευτυχώς που εφευρέθηκε το πλαστικό.
Λουλούδι.
Καλοκαίρι.
Έρωτας.
Γενναίο υλικό.
Και πάνω απ' όλα άφθαρτο.
Ευτυχείτε λοιπόν!
Διαννύουμε την εποχή της πλαστικής ευφορίας.
Ευτυχείτε!
Κυριακή 3 Ιουλίου 2011
Του Αγίου Υακίνθου
Του Αγίου Υακίνθου σήμερα,
πέρα στο δάσος των Σκιών
πήρε να σκοτεινιάζει.
-----
Χαράματα ήταν,
- το θυμάμαι καλά -
μόλις είχε τελειώσει το πανηγύρι,
δυο αστρουλάκια παίζανε αμέριμνα
παλιό κυνηγητό.
Γελούσαν...
Ξέρεις πώς γελούνε τα άστρα;
Έχεις ακούσει ποτέ;
Και ξαφνικά άρχισε να βρέχει ασημόσκονη.
Ντυθήκανε μαγικά οι πευκοβελόνες,
έτσι, που οι αιχμές τους
- σαν σ' έκοβαν -
με περισσή χλιδή να σε πονούνε.
Θέλει και το τραύμα την πολυτέλειά του.
Γελούσες κι εσύ...
Κι έπεφταν από πάνω σου
οι χτεσινές μνήμες φλούδι το φλούδι.
-----
Δέρμα κρουστό και χείλια σφραγισμένα.
Πήλινο εκμαγείο
ερμητικά κλειστό ο άνθρωπος.
Από ποια χαραμάδα να χωρέσει η Αγάπη;
Φτάσαμε στο σημείο βρασμού.
Ή που θα εκραγείς ολόφωτος
ή που θα βαλσαμωθείς σιωπώντας.
Είπες...
-----
Του Αγίου Υακίνθου σήμερα,
από νωρίς χτυπούσε ρυθμικά
το μικρό σήμαντρο του νου σου.
Να θυμάσαι ακατάπαυστα εσύ...
Είναι που οι άλλοι ξεχνούν,
γι' αυτό.
Πάντα στην άκρη του γκρεμού να στέκεσαι
και ν' αγναντεύεις τη ζωή.
Μια να πέσεις, να σωθείς,
μια να σταθείς, να σβήσεις.
Κι εκεί, στο δάσος των Σκιών
όλο να σκοτεινιάζει.
Πόση καρδιά θέλει για να γυρίσει ο Ήλιος;
Κι απαντοχή;
Αλήθεια πόση;
Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011
καθώς κοιμασαι...
Μικραίνουν οι δρόμοι
και μεγαλώνουν τα όνειρα,
καθώς κοιμάσαι.
Άρτου ευλογία
κι αμαρτωλού προσευχή
η ανάσα σου.
Απ' τα κλειστά σου βλέφαρα
κατρακυλούνε γιασεμιά σπαρμένα
και χρωματιστά φιλιά!
Ανέμοι φυσούν
απ' τα δυο σου χέρια ανάμεσα.
Μια, βοριάς αντάρτης
μια, νοτιά θεότρελη.
Ξέρεις,
κανένας μέχρι σήμερα
δεν χαρτογράφησε τα όνειρα,
και τις φωτιές,
κανένας.
Λειψά τα εργαλεία λες
ή λειψή η αντίληψη?
Και το γύρω - γύρω του Ήλιου κανείς...
Ζωγράφοι και ποιητάδες σωρό
μα η μαγεία της Ανατολής
μαγεία μένει...
Δεν χωρά του απλού το θεόρατο
σε χαρτιά και πινέλα.
Μισανοίγεις τα μάτια,
αναδεύεσαι αργά,
στων χειλιών σου την άκρη
ένας μικρός ηλιάκος σκάει.
Κι άλλος ένας...
Κι άλλος...
Ξυπνάς με την απορία του νιογέννητου,
και με την ευωδιά του καινούριου
Ανατολή μου...
Κι είναι όλα εκεί,
στα μάτια σου μέσα
του κόσμου το μέγα μυστήριο
κι η απλότητα της μίας στιγμής.
Μιας μικρής στιγμής που μπορεί
και να 'ναι ευτυχία.
Τρίτη 10 Μαΐου 2011
είμαι;
Στις αιχμές του κορμιού σου
ξαποσταίνουν λέξεις.
Λέξεις παλιές,
σαν τάματα κρεμασμένες
σε απόκρυφο ιερό.
Λέξεις που δεν φορέθηκαν
σε επιφανή στόματα.
Που δεν παλιώσανε
σε ανούσιες συγκεντρώσεις αναλωμένες,
λέξεις...
------
Ανθοί νεραντζιάς,
κίτρινες μαργαρίτες,
και ντροπαλά κυκλάμινα.
Για κοίτα,
κι αυτό το μενεξεδί κοχύλι...
------
Ένα ξεχασιάρικο παιδί
χαζεύει κρυφά τα ενθυμήματά του
απ' το καλοκαίρι
Αφρόξυλα και τυρκουάζ βότσαλα,
μια φλούδα πεύκου,
ένα τσίγκινο δαχτυλίδι μπύρας
που πάντα φωνάζει "είμαι εδώ"
------
Είμαι;
------
Η λέξη "θωρώ"
μου θυμίζει το βλέμμα σου
τις στιγμές που με ιλιγγιώδη ταχύτητα
χάνεται πέρα,
μακριά στον ορίζοντα.
Κι αυτός,
πόσο συχνά αλήθεια,
διπλώνει τη μέση του
για να το υποδεχτεί;
Κάπως έτσι ροδίζει η αυγή τον τελευταίο καιρό,
βαμμένη απ' τα σιωπηλά σου μάτια.
------
Δεν ξέρω αν ο έρωτας πια
μπορεί να μιλά την γλώσσα των ανθρώπων
Οι αισθήσεις εκφυλίζονται βλέπεις
με την πάροδο των χρόνων.
Φθείρονται οι αναστολές
και τα ονείρατα,
κι αυτά,
εκπίπτουν.
Συμβαίνει σ' όλους,
θα πεις...
Μα υπάρχει εκείνο το παιδί,
πάντα κρυμένο κάτω απ' το τραπέζι.
Με χέρια αγνά
τα πρώιμα ενθυμήματά του
απ' το καλοκαίρι σκαλίζει
και μέσα στις σιωπές σου ξαναζεί
κι ονειρεύεται...
------
Άκου το!
------
Στις αιχμές του κορμιού σου
ξαποσταίνουν λέξεις
Μυρωδιά από φασκόμηλο,
θυμάρι, αρμπαρόριζα
κι άγρια μέντα.
Όπου...
Κραταιά η αφή και η όσφρηση ακόμα
ευτυχώς
Άλλωστε στις οδούς των νηπίων
μονάχα αλήθειες κατοικούν.
Δεν έχω χρόνο γι' άλλα ψέμματα,
καρδιά μου...
Παρασκευή 6 Μαΐου 2011
αγγίζοντας,
εφευρίσκω το όνειρο.
Σε απάτητους βυθούς
καταδύομαι
με σκοπό να τρυγήσω
τις πιο κόκκινες θαλάσσιες ανεμώνες
για Σένα.
Κι οι ανέσπεροι πόθοι
που με συντροφεύουν,
κοχλάζοντα κύματα.
Όλα εδώ,
οι βουερές κραυγές,
οι εύφορες σιωπές,
εδώ
και οι άδοτες υποσχέσεις.
Στων χειλιών Σου τις γερτές άκρες.
Αγγίζοντας Σε,
βρίσκω την αρχή
μια ατελούς πορφυρής αβύσσου.
Ωριμάζει αργά το χρώμα του έρωτα
βλέπεις,
βλέπεις;
Και η τάχιστη τελειότητα
ύβρις.
Να 'χω πάντα κάτι να περιμένω
σκέφτηκε η Αφροδίτη
κι άφησε αργά να ραγεί ο χιτώνας της
πάνω απ' το Αιγαίο.
Μ' αυτή τη σκέψη
γεννήθηκε ο Πειρασμός Σου
θαρρώ.
-------
Όλα μπορεί να συμβούν λοιπόν,
αρκεί να κουβαλάς μέσα σου
μια σταλίτσα θάλασσα.
-------
Δεν απεργούν οι θεοί,
απλά περιμένουν...
Και οι πειρασμοί.
Να τους ανακαλύψεις...
Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
υπάρχει ελπίδα...ακόμα
Δυο χέρια πάνω σ' ένα πληκτρολόγιο।
Κουτάκια και γράμματα।
- Από πού έρχεται η μουσική;
Νερό!
Στάζει νερό απ' το ταβάνι।
Πλημμυρίσαμε।
Μα πώς;
Αφού δεν βρέχει.
Σε τούτη τη γη χρόνια είχε να βρέξει।
Τόσο που ακόμα και η λέξη "σύννεφα" πάλιωσε
κι έμεινε να σκονίζεται στα ράφια του μυαλού σου
Αφημένη.
-------------
Κι εγώ,
μη θαρρείς,
μέσα στο δέρμα μου πάλιωσα,
χρόνια και χρόνια,
χωρίς νερό,
χωρίς χάδι।
Ακατέργαστο το υλικό।
Ανέραστες οι μνήμες।
Και το γεράνι να με κοιτά απορημένο κάθε τόσο।
Σε ποιον ουρανό μας τάξανε άραγε
που ξέχασε να βρέξει;
Άσπλαχνοι καιροί।
Άσπλαχνοι ανέμοι।
Μονάχα φύσαγε,
από τόπο σε τόπο,
άλλοτε κόκκινα κι άλλοτε μαύρα,
γεμίζανε τα σπλάχνα μας σκόνη
κι οι ματιές μας απουσία।
Συνηθίσαμε τόσο τη φυγή που μας φαινότανε λύση।
Και κανείς δεν τόλμαγε να κοιτάξει τον άλλον στα μάτια।
------------
Συχνά,
με τις ανάγκες μας κάνει αστεία η ζωή।
Από ανία κι αυτή,
έτσι θαρρώ।
Έτσι σκέφτηκα σαν έφερε ο άνεμος
αυτήν την κόκκινη ομπρέλ-λα।
- Από πού έρχεται η μουσική επιτέλους;
Κι ύστερα ένιωσα το νερό να κυλάει।
Καταπάνω μου।
Σα να συναντούσα λέει άξαφνα ένα οριζόντιο ποτάμι।
Ξυλαράκια μικρά και διάφανα βότσαλα
έπεφταν με δύναμη στο σώμα μου
χτυπώντας।
Ξύπνα!
Ξύπνα!
Ξύπνα!
-------------
Κοιτάω τα χέρια μου।
Άμμος βαμένη και βράχια κοφτερά।
Ήλιοι μικροί που έσκασαν πάνω στην πέτρα
σαν χείλια που έζησαν για καιρό πολύ,
δίχως νερό।
Πώς να σ' αγγίξω;
Το αραχνούφαντο πέπλο της αγάπης
σκαλώνει στις άγριες ρεματιές,
σκίζεται άγαρμπα
και ξεσκίζει τα τρυφερά όνειρα του ουρανού,
τις νύχτες।
Όλη αυτή η βία της ξηρασίας
με πόσα φιλιά θα γιατρευτεί άραγε...
Θα γιατρευτεί αλήθεια;
Νερό!
Στάζει νερό απ' το ταβάνι।
Κοιτώ μα δε βλέπω।
Μια μουσική ακούω απ' το πουθενά।
- Κλαις;
- Κλαίω।
Άκου! Οι φόβοι μου κι οι φόβοι σου παίζουν μουσική।
Υπάρχει ελπίδα...ακόμα!