Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Κάποια ρήματα



Κρασί,
στάλα ρουμπίνι,
κόκκινο στα χείλια σου,
κρεμιέται,
ξεμυαλίζει.
Σε φαντάζομαι!
------
(να λες σ' ένα κοχύλι πόσο μ' αγαπάς)
------
Μεθώ
στην σκοτεινή
του πάθους αντανάκλαση
Σε όλα σου τα "άλφα"
Ζώνη πυρός
το στόμα σου,
εξαίσια η φωνή σου
Σε ακούω!
------
(κι αν γίνω δρόμος Εσύ θα γίνεις Μοίρα)
------
Τόσο...όσο
Ένα φιλί
μοναχικό,
άκυρο μοιάζει
Αγριεύει ωστόσο
το μικρό
ανυπότακτο θηρίο
εντός μου.
Πεινώ!
Σε επιθυμώ!
-------
(θα μ' αγαπάς για να μπορώ ν' ανήκω;)
-------
Τα βράδια κυρίως,
τότε είναι που ο πόθος
με γερές δαγκωνιές
μου φωνάζει τ' όνομά σου!
Δεν αντέχω!
-------
(δεν μου αρκεί πια να σε φαντάζομαι)
-------
Πεινώ και διψώ για Σένα,
λίπασμα γερό η φαντασία
στην ανάγκη του πραγματικού.
Περπάτησα στη βροχή χτες βράδυ
ζωοδότρες μυρωδιές
με καθήλωσαν.
Χώμα υγρό που ανάσαινε κοφτά
αχνίζοντας και βογγώντας
το Ιερό Νερό έπινε λαίμαργα.
Ανάγκη και λαγνεία
Μαζί
Πώς αλλιώς θα καρπίσει ο νους?
-------
(θέλω να σε δω!
να σε σκέφτομαι πια δε μου φτάνει)

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012


Εδώ στην άκρη του δρόμου θα κάθομαι,
πολυκατοικία του '30 το φόντο,
παραδίπλα μου γυναίκες που καπνίζουν
ξεπουλώντας στήθια από μάνγκο.
Κατηφορίζει μια βροχή στην Πατησίων
ένας υπαίθριος πωλητής μαζεύει την πραμάτεια του.
Θαρρώ πως είδα το βλέμμα σου
ανάμεσα από ξύλινα εδώλια της Αφρικής
και ήλιους σκαλιστούς καθρέφτες.
Θα περιμένω.
Μέχρι να παλιώσουν τα περιστέρια στα σύρματα
κι οι λέξεις στα παγκάκια.
Μέχρι να ανθίσει τούτη η κόκκινη βουκαμβίλια
που φύτεψα με τα ίδια μου τα χέρια
στα σπλάχνα της ασφάλτου.
Εκεί, τρία βήματα δεξιά από τη στάση του λεωφορείου.
Οι ασιάτες τουρίστες με περάσανε για τρελό,
με τραβούσανε έγχρωμες φωτογραφίες.
Μα εγώ ήξερα πως έτσι έπρεπε να γίνει.
Πώς αλλιώς να σε πείσω για το Αδύνατο
αν δεν κατοικήσω εντός του;

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

αρχεγονο


Πίστευα πως θα μπορούσα να φτάσω ως την άκρη του κόσμου με τις λέξεις μου
Ή στενέψανε τα σύνορα του γνωστού ή χαθήκανε οι λέξεις.
Πώς αλλιώς να εξηγήσω τη δύναμη της σιωπής;
Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως ο έρωτας έχει "καφέ" γεύση.
Ούτε πως θα μπορούσα να σε θυμάμαι πριν ακόμα γεννηθείς.
Ακόμα κι αν δεν σε ξαναδώ.
Νιώθω.
Τα ανεπίδοτα χάδια μπορεί να γίνουν δρόμοι.
Οι μικρές αντιφάσεις μπορεί να γίνουν σταθμοί.
Το λεωφορείο για το φεγγάρι συνεχίζει να κάνει δρομολόγια.
Οι βροχές πάντα θα μιλάνε τη γλώσσα των σωμάτων.
Και τα δάκρυα - αν δεν τα ζορίσεις - είναι ικανά να σου δώσουν το πιο όμορφο μεθύσι.
Δεν μπορείς να αγαπάς κάποιον που δεν γνωρίζεις.
Ο δείκτης του σωστού δεν κουνιέται σαν εκκρεμές;
Θυμάμαι πως οι καμπάνες της Πορταίτισσας χτυπάνε από μόνες τους με το νοτιά.
Η υγρασία της μνήμης πονάει αφόρητα τις σκουριασμένες κλειδαριές.
Και υποφέρουν.
Ο βοριάς είναι άλλο, αψίκορος, θυμωσιάρης, αγέρωχος.
Ότι έχει να πει στο λέει κατάμουτρα.
Ο βοριάς δεν σου θυμίζει.
Ο βοριάς σε ξεχνά.
Αύριο λέω ν' ανέβω με τα πόδια ως την Ανατολή,
στο πρωτοστάλαγμα του Ήλιου,
ξέρεις εσύ...
Αλήθεια ξέρεις;
Οι γιαγιάδες της παιδικής μου ηλικίας
πάλι θα κουνάνε τα κεφάλια τους περιπαιχτικά.
Πάλι θα με τάζουνε σε φωτεινούς θεούς και στοργικούς αγίους.
"Αυτό το παιδί το κυκλώνει η σκιά του" θα λένε
και θα φτύνουν πίσω απ' την πλάτη τους τα δαιμόνια.
Το 'παμε...δεν μπορείς ν' αγαπάς κάποιον που δε γνωρίζεις.
Μα εγώ σε θυμάμαι πριν ακόμα γεννηθείς και πριν σε συναντήσω.
Να κολυμπάς γυμνή σαν αθωότητα στη μεγάλη δεξαμενή των Ψυχών.
Κι ύστερα σαν αρχαίος ψαλμός να έρχεσαι γλυκά και να εγκαθίστασαι
στου λαιμού μου την πιο παλιά λαχτάρα.
Βέβαια όλα τούτα είναι για του κόσμου τους ρομαντικούς και τους φευγάτους.
Είναι καλύτερα τελικά να σωπαίνεις άμα δεν έχεις τι να πεις.
Και πως να το πεις
Συνηθίσανε τα μάτια να μην παλεύουν με το Αδύνατο.
Κι οι καρδιές;
Πώς μπορείς ν' αγαπάς κάποιον που - ίσως - δεν γνωρίζεις;
Μα...αφού σε θυμάμαι από χρόνια
Εσύ;

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

(φτου! ξελευτερία)


Κοίτα να δεις που όσο πάει τη συνηθίζω την ησυχία,
τα βράδια σχεδιάζω διάφανα φτερά
που θα αντέξουν τον ήλιο,
τα πρωινά τα φορώ και πετάω εδώ τριγύρω
Κάνοντας πρόβα στο αδύνατο!
--------
(Πάντα θα αναρωτιέμαι
αν υπήρξες στ' αλήθεια.
Θαρρώ πως δεν έχει σημασία πια.)
--------
Μάσησα τόσο σκοτάδι τα τελευταία χρόνια
που λες κι είχαν βαφτεί μελανά τα σπλάχνα μου.
Σκοτάδι και θάνατο!
Τώρα,
ακόμα κι όταν "πρέπει"
σε φθαρμένα σκοινιά να ακροβατώ,
φορώντας τα γελοία της λογικής τα ρούχα
πιο πολύ με τη σκιά μου παλεύω
παρά με το Φως.
--------
(Μια φορά,
μια μόνο φορά να μπορούσα να προφέρω
το όνομά σου μπροστά στον Θεό,
τίποτα άλλο.)
---------
Βρέχει σιωπές σήμερα
κι εγώ συλλέγω μικρά, άγρια ζουμπούλια
που φυτρώνουν εκεί που περπάτησες
Όταν κι αυτό δεν θα μου φτάνει
- κι οι ψευδαισθήσεις κάποτε σώνονται βλέπεις -
τότε θα σε ξεχάσω.
Αλλά μέχρι το πλην άπειρο
ξέρεις καρδιά μου πόσος δρόμος είναι;
----------
Σαν παιδί πεισματώνω στο ανέφικτο,
παίρνω φόρα κι ανεβαίνω ψηλά.
----------
(Πανσέληνα σε ποθώ.
Το ομολογώ λοιπόν.
Ολοκληρωτικά)
----------
Κι αν δεν αλλάζει ο κόσμος
κι οι ενοχές του
εγώ θα μάθω να πετάω.
Πάνε χρόνια που το 'πα κι ακόμα...
----------
Προσοχή! Προσοχή!
Η αποψινή παράσταση αναβάλλεται!
Το σκοινί έσπασε!
Ο ακροβάτης έγινε πουλί!
Παρακαλώ περάστε να χαζέψετε τα άγρια ζώα στα κλουβιά τους!
----------
(Φτου ξελευτερία!)


....εγώ λέω, αφιερωμένο!

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

δίγνωμο


Τι γυρεύει ένας επαίτης Αύγουστος
κάθε μέρα έξω απ' την πόρτα μου;
Είναι θαρρώ που οι σιωπές δεν έχουν όρια,
διαβάσεις ελεύθερες είναι,
free pass,
ότι θέλει σου φέρνει ο καιρός.
Αρνήσεις
Αιτήσεις.
Ανατροπές.
Πήρε να κιτρινίζει στις άκρες η ησυχία
τόσο,
που τρόμαξαν τα περιστέρια κι έφυγαν γι' αλλού.
Πώς μεταναστεύεις σε κλίματα θερμά σαν έρθει η ώρα;
Τρομάζω πως δεν θα ξαναδώ τα μάτια σου
κι αυτή την ιερή σκουριά που παλιώνει
μέσα στο αχάιδευτό σου βλέμμα.
Προσμένοντας τις αμυγδαλιές να εξομολογηθούν
παγώσαν τα λόγια μου.
Δεν σου μιλώ.
Στης καταιγίδας το ηλιακό πλέγμα απαγκιάζω.
Συνάζω κεραυνούς και ηλεκτροφόρα καλώδια.
Θυμώνω σαν άβγαλτο πλοιάριο στο βοριά.
Σαν μισογκρεμισμένος καπετάνιος στη δύση.
Εύκολο που είναι να μετράς τ' άστρα
κι όλο να χάνεις το λογαριασμό.
Χτες βράδυ εξομολογήθηκα το όνομά σου
σ' έναν άστεγο έρωτα που κοιμόταν στο παγκάκι της πλατείας.
Μα και πάλι,
αναπαμό δεν βρήκα.
Μονάχα πάνω απ' τον αριστερό μου ώμο άρχισε δειλά - δειλά
να φυτρώνει μια θάλασσα
μ' όλο το βαθυγάλαζο του Αιγαίου.
Καθώς συνεχίζω να μετράω την έρημο
όλο και βρίσκω κάτι χαλικάκια μικρά
που μου ορίζουν το δρόμο.
Κι ανάμεσά τους λευκά ανθάκια ψιλά,
με ροζ φλέβες
σαν κρυφές αμαρτίες,
εκείνης της αμυγδαλιάς που πέρσι ξέχασε ν' ανθίσει.
Η άμυαλη.
Ποτέ της δεν φοβήθηκε τα κρύα θυμάμαι
Μονάχα του δρόμου τα γυρίσματα
και τις αναπάντεχες ζέστες φοβόταν
Και ξεχνούσε.
Κι εγώ...
αφιερωμένο σε μια σιωπή...

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012


Στην αρχή ήταν το εξώφυλλο, που σου έδινε την εντύπωση πως κάπου εκεί στα στενά, στο Μοναστηράκι, βρίσκεσαι κι εσύ κάτω απ’ τα φώτα.
Και στοχάζεσαι, αναπολείς ή απλά συλλογιέσαι το πριν και το μετά.
Ύστερα ήταν η υφή του βιβλίου, θύμιζε κάτι παλιό, παιδικό, αγαπημένο. Σαν κάποια απ’ τα παραμύθια της αθωότητάς μας με το σκληρό εξώφυλλο.
Σαν το άνοιγες επιτέλους ξεχυνόταν μια μυρωδιά από βρεγμένο χώμα.
Γύριζες τις σελίδες κι ακουγόταν ο ήχος του δάσους, των ξερών φύλλων, του αγέρα που περνάει μέσα απ’ τα κλαριά.
«Θέλω να μου στέλνεις έναν ήλιο παραπάνω τα πρωινά του χειμώνα. Να ξεμένω αιφνιδιαστικά χαμογελαστός να τον κοιτάω, ελπίζοντας για όλα.»
Λέει ο Γιάννης Φιλιππίδης στη σελίδα 15 στο νέο του βιβλίο «Ζωή με λες»
Οι εικόνες της Ρενέ Ρεβάχ σε άσπρο μαύρο, με μια εσωτερική ένταση σε καθηλώνουν. Μαγνητίζουν το βλέμμα σου. Σε αφήνουν να φαντάζεσαι.
Κι έρχονται από δίπλα οι λέξεις του Γιάννη κι αρχίζουν να χρωματίζουν λεπτά και ντελικάτα μόνο όπως αυτός ξέρει να κάνει με τον λόγο του.
Καθώς συνεχίζεις να διαβάζεις ακούς συχνά την καρδιά σου να γοργοχτυπάει, σε μια φράση, σ’ έναν διάλογο, σε μια ιστορία. Βρίσκεις κομμάτια από τις σκέψεις σου, απ’ τις επιθυμίες σου, απ’ τις μνήμες που γονιδιακά κουβαλάς. Ποιος απ’ όλους μας αλήθεια δεν έχει γνωρίσει ή ακούσει μια ιστορία σαν αυτή της Στυλιανής; Ποιος δεν στάθηκε συγκινημένος σε τρία δικά του φιλιά; Ποιος δεν σκέφτηκε την πόλη του με τον τρόπο που την σκέφτεται ο Γιάννης;
«Δεν θέλω να πονάω εύκολα» λέει ο συγγραφέας στο κείμενο «Μέρες και νύχτες με τον καθρέφτη μου» αλλά όπως φαίνεται θέλει και ξέρει πώς να μας πονάει εύκολα και γλυκά λέγοντας σκέψεις και ιστορίες που όλοι θα θέλαμε αλλά που δεν μπορούμε. Ίσως.
Ο Γιάννης Φιλιππίδης ωριμάζει και ωριμάζοντας μας κερνάει γευστικούς καρπούς μπολιασμένους από ένα παλιό άρωμα που όπως δείχνουν τα πράγματα όχι μόνον θα μείνει ανεξίτηλο στο χρόνο αλλά όσο πάει θα γίνεται και μεθυστικότερο.
Τι; Δεν έχετε διαβάσει ακόμα αυτό το βιβλίο; Ε, τότε βιαστείτε! Γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε η ζωή δεν επιτρέπει αργοπορίες.
«Ζωή με λες» του Γιάννη Φιλιππίδη εκδόσεις Άνεμος.