Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

explosion


Απόψε οι ανέμοι περίσσευαν
απ' τις ορθάνοιχτες πόρτες.
Για κοίτα!
Μέχρι την άκρη του κρεββατιού σου
έφτασε η θάλασσα.
Το πρωί
- ο Θεός των ασήμαντων να το κάνει πρωί -
περπάτησες ξυπόλητη πάνω σε φύκια
και σπασμένα φεγγάρια για να βγεις στη ζωή.
Άνοιξες το παράθυρο, καταπώς το είχες συνήθεια.
Σα σκισμένη αφίσα έχασκε ο ουρανός
κι ο τοίχος πίσω του είχε το χρώμα του θανάτου.
Σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο.
Στο σαλόνι σου λάβαρα, παράσημα και κάθε είδους θυμητικά.
Άνοες νίκες
"Πρέπει να ξεσκονίσω" είπες
αδειάζοντας από μέσα σου μια βαθυπράσινη ανάσα.
Κοντοστέκεσαι διστακτικά
Ένα βήμα χωρίζει τα "πρέπει" απ' τα "θέλω"
Μικρές καρδιές σφυροκοπάνε,
διάσπαρτες σ' όλο σου το σώμα.
Τικ! Τακ! Τικ!
Το ερμάριο της ψυχής δεν ανοίγει με αντικλείδι.
Τικ! Τακ! Τικ!
Ένα μόλις λεπτό απομένει.
Πενηνταεννιά, πενηνταοκτώ, πενηνταεφτά, πενηνταέξι.
Κλείνεις τα μάτια φωτογραφίζοντας την παύση
κι η βροχή βρίσκει την ευκαιρία να τρυπώσει απ' το παράθυρο
που 'χες ξεχάσει ηθελημένα ανοιχτό!

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

ακέραιος αριθμός


Ακέραιος αριθμός

Μπορεί να είναι και νύχτα,
προπαραμονές Χριστουγέννων
γιορτή με το ζόρι δηλαδή,
θες δεν θες.
Έρχεται και σε χτυπάει με δύναμη η ζωή,
με μίσος σχεδόν,
ξύπνα!
ξύπνα!
ξύπνα!
Φωνάζει.
Οι διδάσκαλοι των νόμων
μπορεί να είναι οι άγιοι των φαναριών,
οι άστεγοι της πλατείας,
οι νηστικοί της λύπης.
Μπορεί να είναι ότι με πείσμα
κεντά την αντοχή σου.
Ένα βήμα απ' το κρεββάτι σου ο κήπος της Εδέμ,
ο Δράκοντας που κοίμισες
τάζοντάς του ψυχή και φωτιά,
το μυαλό σου που περιπλέκεται στον κορμό του δέντρου
σφυρίζοντας διχαλωτούς πειρασμούς.
Μη φύγεις
Μην το βάλεις στα πόδια
Ξανά
Πάρε το βάρος του κόσμου στους ώμους σου
και ζητιάνεψε τα μήλα των Εσπερίδων.
Δεσμεύοντας λευτερώνεις το αξεδιάλυτο.
Δεν καταλαβαίνω...
Το αριστερό σου μάτι δακρύζει τα βράδια
Τα πρωινά επιτυγχάνει να κοιμάται
Για κοίτα!
Κάποιος από τους τελευταίους ρομαντικούς τούτου του κόσμου
έντυσε με γιασεμιά τους γκρεμούς
έτσι που η πτώση να μοσχοβολά άνοιξη.
Αφέσου!
Τι άρτια λέξη
για κάποιον που υπήρξε πάντοτε ακέραιος αριθμός...



αφιερωμένο στον φίλο και οδηγό μου Σωτήρη και στην αναπάντεχη Μαρία της ωραίας Αστυπάλαιας

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

αλντεμπαράν


Κάθε φορά που η θάλασσα με βγάζει
να στέκω γυμνή μπροστά στα μάτια σου,
χαριστικά απαλλαγμένη
έργων και λόγων πολλών
μασώ τη σιωπή ευλαβικά,
φύλλο το φύλλο.
------
Αρχαίες τελετές ακολουθώ,
λιβάνια που καίνε,
θυσίες στη Θεά,
με χιτώνες λευκούς και πορφυρά ιμάτια
ενδύω της στιγμής τη σαγήνη.
-------
Ένα νεύμα προσμένοντας...
-------
Κάπου - κάπου,
αχνός ψίθυρος,
μια ανάσα που τρέμει,
δικιά σου;
δικιά μου;
Δεν ξεχωρίζει εύκολα το όμοιο.
------
Στις άκρες των χειλιών
μικρές, ερωτηματικές εκρήξεις.
Κόκκινα ποθητά φιλιά
που φτερουγίζουν ανάλαφρα
γύρω απ' το ολόγραμμα της σκέψης σου.
------
Μα δεν σε φτάνουν
------
Τα βράδια ανυψώνεσαι στους ουρανούς μου
λαμπρή και πάνοπλη,
ωραία σαν μυστικός αστερισμός
που έξαφνα μου αποκαλύφθηκε.
Κι άλλο δεν έχω
απ' το να σε ακολουθώ σεβαστικά
σ' αυτές τις άυλες αιωρήσεις σου στο Σύμπαν
σαν άστρο και σαν προσευχή
με άγρυπνα, ονειρευόμενα μάτια.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ο νεαρός βοριάς


Την τελευταία βροχή που μου έστειλες την ξεφλούδισα αργά, τελετουργικά σχεδόν. Έψαχνα με ηδονική αγωνία να βρω το κουκούτσι της παρουσίας σου. Αντί γι' αυτό
έναν νεαρό βοριά ανακάλυψα
που να φυσά καλά - καλά
δεν ήξερε.
------
Η Βαβυλώνα τα φώτα της όλα ανάβει
χορεύοντας γυμνή
κάτω από πυρσούς που φλογίζουν
ανόσια πάθη.
Ήχοι δαιμόνων
κι αγγέλων ρινίσματα.
------
Ξεκλέβω εικόνες
------
Αστράφτει στη σχισμή του κάστρου
κι οι δράκοι εξημερώνονται.
Κανείς δεν φυλάει πια
τα μυστικά μας περάσματα,
μήτε το λακκάκι που αγαπώ
στον λαιμό σου.
Τα βράδια ονειρεύομαι μ' ανοιχτά μάτια
την επιστροφή του ασώτου,
την ακύρωση της Κυριακής,
τα ψέμματά σου
και του Σαμψών τα μακριά μαλλιά.
Τα πρωινά βγαίνω στους ουρανούς
που μου δάνεισες
και με τρωτά χείλια
αναζητώ μαβιά κυκλάμινα
και χάρτινα φιλιά
που δοκιμάζουν τις αντοχές μου
με χαμηλές ασύντακτες πτήσεις.
------
Στο Κολοσσαίο ξεκίνησαν
οι πρώτες ιαχές του πλήθους.
Άκου,
πόση λαχτάρα γιορτής
μπορεί να κρύβει ένας θάνατος.
Κόκκινα στίγματα βάφουν χαρούμενα
το χώμα της αρένας.
------
Συνάζω χρώματα
------
Δεν ωφελεί να στέκω ακίνητη
στην άκρη της γιορτής,
να περιμένω.
Αργείς.
Από παλιά θυμάμαι...
Η Πενθεσίλεια με τη συνοδεία της ήδη ξεκίνησε
για την Τροία.
Είναι πιο εύκολο τελικά
να πολεμάει κανείς
παρά να Σε ερωτεύεται.
Κι ο νεαρός βοριάς που μας αντάμωσε
ακόμα να μάθει να φυσάει.

περίπατος


Μια Κυριακή είπες θα περπατήσουμε μαζί σε όλη την Αθήνα. Θα σε κρατώ απ' το χέρι κι απ' το αριστερό σου πλευρό θα φυτρώνουν κόκκινα μήλα.
Στα φανάρια Πακιστανοί άγιοι
θα καθαρίζουν τα παρμπρίζ των ματιών μας.
Δεν βρέχει γαμώτο!
Αντί για φιλιά
θα μοιράζουμε σ' όλους
μήλα και βρισιές.
Κι όταν κουραστούμε
θα σκαρφαλώσουμε
στο πρώτο σύννεφο
που θα κάνει σταση στο Θησείο.
Δεν ξέρω αν σ' αγαπώ,
μη με ρωτάς.
Αγαπώ τον ήλιο που σπάζει
στα σπασμένα τζάμια των σπιτιών του Μεταξουργείου
είναι σα να νυχτώνει χίλιες φορές τη μέρα εκεί.
Αγαπώ τα κλεμμένα μάρμαρα του Παρθενώνα,
της έλλειψης το πολύτιμο,
το απλωμένο χέρι της γύφτισσας μπροστά στην Αγία Τριάδα.
Λες πως δεν μπορώ ν' αγαπήσω ανθρώπους.
Μπορεί.
Μπορώ όμως να περπατήσω μαζί σου
μια ολόκληρη μέρα στην Αθήνα.
Κι είναι αρκετό.

παλίρροια


Κι αν όλη μου η ζωή
διαρκέσει μια ώρα,
θέλω να την ξοδέψω αιωρούμενη,
πάνω απ' τα νερά της παλλίροιας
καπνίζοντας ένα τσιγάρο
που θα γράφει το όνομά σου.
------
Είδες τι θλίψη έχουν τα Χριστούγεννα
στην επαρχία;
Τα φωτάκια που αντανακλούν
πάνω στα λασπωμένα νερά
στις άκρες των δρόμων,
ένα καφενείο με λερά τζάμια,
οι φθαρμένες τράπουλες,
οι μυρωδιές των ανθρώπων που εξατμίζονται
στην υγρασία του απογεύματος.
Ίχνη από καμμένο λίπος και τσίπουρο.
Λερωμένες δαχτυλιές πάνω στα παιδικά χαμόγελα
και στο ταγιέρ της εορτής.
Ένα μπουκέτο λουλούδια,
συνήθως γλαδιόλες μ' έναν φριχτό πράσινο φωσφοριζέ φιόγκο.
Φφφφ....
Τα βράδια φυσάει συνήθως
δράκους και πείσματα και φόβους.
------
Μια τέτοια νύχτα
κάτω απ' το κίτρινο φως της ΔΕΗ
έκοψα τα μαλλιά μου και στα χάρισα
για να 'χεις να θυμάσαι.
Χριστούγεννα
κι ο τοπικός άγιος Βασίλης
ήταν τραγικά όμορφος καθώς ανατρίχιαζε
κάτω απ' τον βραδινό ουρανό.
Δεν ευκαιρούσε να μας φέρει δώρα
είπε λυπημένος.
Γέλασες και τον κέρασες τσιγάρο και σκόνη.
Θα μπορούσα εκείνο το βράδι να περπατήσω πάνω απ' τη θάλασσα
για να σου δείξω πως...
Η παλίρροια μου είπες.
Η παλίρροια τα αλλάζει όλα.
Τα ανακατεύει.
Τα σκορπά.
Ζωές κι ανθρώπους.
------
Κι αν όλη μου η ζωή
διαρκούσε μια ώρα....

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

αιτιολογίες


Είναι γιατί
δεν σου επιδόθηκαν ποτέ
τα χάδια που σου ανήκαν.
Και τα φιλιά που είχαν γεννηθεί
για να περπατήσουν στη σάρκα σου
δεν έφτασαν ποτέ.
Μήτε οι αγκαλιές,
τα βλέμματα,
τα λόγια.
Γι' αυτό όταν σε σκέφτομαι,
φυσάει.
Μήπως η αχλή τους
καταφέρει με τον τρόπο αυτό
να σ' ανταμώσει.
Μήπως ξεκινήσουν επιτέλους
τα καράβια των Αχαιών
για τον δικό μας
Τρωικό πόλεμο.
Μήπως συναντηθούμε...

εξαιτίας της Χριστίνας

χριστουγεννιάτικα θραύσματα


Κάπου εκεί έξω,

Σ' ένα παράλληλο Σύμπαν

Που χαίρεται αναίτια,

Ξημερώνανε Χριστούγεννα

Κόκκινα

Αίμα γάργαρο αναβλύζει

Από το μπλε σου πουκάμισο

Που ξέχασες ανοιχτό

Στους βοριάδες

Ντύσου ζεστά!

Μη κρυώσεις, σου είπα

Ανέμελο παιδί, μη τα βάζεις

Με μαχαίρια που αστράφτοντας

Καθρεφτίζουν τον ήλιο

Μαθημένος είναι εκείνος

Να λιώνει κέρινα φτερά

Και καρδιές από χιόνι.

Είδες?

Δίκιο είχα,

Κόπηκες

Σε πολλά, μικρά κόκκινα

Κομμάτια.

Χριστουγεννιάτικα