Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

ασιδέρωτα


Τσαλάκωσα τον καθρέφτη μου σήμερα,

πριν βγω.

Στα δυο, στα τέσσερα, στα δεκατέσσερα.

Ρινίσματα γυαλιού αγκύλωσαν τα "πρέπει" μου

Τόσο όσο

για να δηλώσουν παρουσία οι ενοχές μου.

Έψαξα με τα μάτια να βρω τη στολή

που μου όρισαν.

Οι Άλλοι.

Έψαξα με την αφή να ανακαλύψω τον δρόμο

που μου διάλεξαν

Οι Άλλοι

Αφουγκράστηκα ν' ακούσω τα λόγια

που επέλεξαν για μένα,

να πω.

Οι Άλλοι

Ντύθηκα τη γύμνια μου

κι ένα κόκκινο καπέλλο.

Ζωγράφισα έξω απ' τα αυτιά μου

τη λέξη "ΚΛΕΙΣΤΟΝ"

και κατέβασα τα ρολά.

Στο σκυλί που αλυχτώντας μετρούσε τον ίσκιο μου

χάρισα ένα γέλιο και την ταυτότητά μου.

Για να παίζει.

Στα παπούτσια μου,

που αποχωρίστηκα τελευταία,

λευκά ζουμπούλια φύτεψα

κι έναν καινούριο ουρανό.

Δεν θα σιδερώσω το μέλλον μου φίλοι

Θα το φτιάξω.

Απλά.

Με το βλέμμα ενός παιδιού,

μια καρδιά και δυο χέρια.

Και θαρρώ,

- δεν ακούω τους Άλλους πια -

θα τα καταφέρω καλά.


στην Κάτια

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

η Κυριακή των Αστέγων


Κυριακή ξημέρωσε
Άλλη μία
Τραβάω τις κουρτίνες
Ξεκρεμάω τα σύννεφα
Φοράω τα επίσημα μούτρα μου
Και ξεκινώ.

Με κυνηγάει ακόμα εκείνο τ’ όνειρο.

-----

Λίγο πριν βγω στο δρόμο

Σβήνω τη μνήμη απ’ την εξώπορτα

Κάθε μέρα

Σβήνω

Σβήνω

Σβήνω

Κάθε νύχτα τη βρίσκω να αυγατίζει

Σαν παραχαϊδεμένη σπορά

-----

Κυριακή των Αστέγων σήμερα

Άλλη μία

Όνειρα και καρδιές στο δρόμο

Σκέψεις κι επιθυμίες στο πεζοδρόμιο

Κι έχει κρύο,

Πολύ κρύο σου λέω.

Στα ξυλιασμένα μου δάχτυλα

Κρεμάει τις κλωστές του ο ήλιος

Στην ξυλιασμένη μου σκέψη

Ράβουν πανωφόρι οι επιθυμίες

Ονειρεύομαι

Έναν κόσμο χρυσό και κόκκινο

Που μυρίζει τριαντάφυλλο

Μια ζωή που ανθίζει

Σε μπράτσα που μ’ αγκαλιάζουν στο αύριο

Χωρίς να φοβούνται

Ονειρεύομαι

Ονειρεύομαι σου λέω

Όσο εσύ ανασαίνεις τις τοξικές αναθυμιάσεις

Της λήθης

Της απόστασης

Του μη πραγματικού

Ονειρεύομαι

Όσο εσύ συνεχίζεις να αποκαλείς «φως» σου

Έναν δέκτη που αναβοσβήνει

Μοναχά για να σπάει τα σκοτάδια σου

Ονειρεύομαι

-----

Το πρωί ξυπνώ

με μια θλίψη δαγκωμένη στην άκρη.

Που δεν είσαι

Και που τ' όνειρό μου δεν θα 'χει σκεπή.

Θυμώνω.

Λίγο

Το πολύ, ατελές

Δεν το φτάνω.

Ένα μικρό κουκούτσι η πίκρα μου

Κι εσύ.

Φυτεύω παράπονα

κι ανθίζουν βασιλικοί.

Στο καταχείμωνο.

Που ευωδιάζουν.

Γι' αυτό ονειρεύομαι,

ακούς;

Είναι ισχυρή - λένε - η οσφρητική μνήμη

-----

Τα άστεγα όνειρα

Ανα-θρέφονται μέσα σε ξέσκεπες καρδιές

Κι εκεί τρανεύουν,

μυρίζοντας βασιλικό.

Και ζωή.

Αληθινή.

Σου στέλνω μια καλημέρα.

Κάπου εκεί έξω

μπορεί και να σε βρει.

Σαν όνειρο.

Όνειρό μου...


στην Κάτια που έγινε αιτία να γραφτεί...

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

θα αργήσει



Περιμένω,

αιώνες τώρα,

στο μώλο με τις άγρυπνες πέτρες,

εκεί,

που τα κύματα ακονίζουν την απαντοχή

και τα φεγγάρια τις επιθυμίες μας...

Περιμένω

να φυσήξει ούριος άνεμος

χωρίς το λιγνό κορμί μιας Ιφιγένειας

να πυρπολήσει πρώτα

Με τα χέρια γυμνά στους αιθέρες

ψηλαφώ

εκείνο το γιασεμί της νειότης μας

προσμένοντας να ξανανθίσει

Θυμάσαι

πόσο δειλά φλέρταρε με μια Ουτοπία;

Μα ο δικός μας Τρωικός πόλεμος

δεν έγινε ποτέ

Βλέπεις,

απούσα η ωραία Ελένη

κι η ανάγκη μας

έγινε καημός!

Γι' αυτό σου λέω,

αιώνες περιμένω εδώ,

στην άκρη του Γνωστού Κόσμου,

καράβια περάσαν πολλά

και γλάροι,

δελφίνια κι άλλα θαλάσσια ξωτικά και πλάσματα

μα ο άνεμος εξακολουθεί

να μην μου γίνεται φίλος

Θ' αργήσει...

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

α-ταξία



Δώσε μου πίσω τις συνήθειές μου
------
Πριν έρθεις εσύ
πόσο απλός ήταν ο κόσμος
-------
Τα χρώματα,
κόκκινο, κίτρινο, μπλε
πράσινο, ροζ, μαβί
Εύκολη εικόνα κι η θάλασσα
αγκαλιά με λιγοστούς ήλιους
Έτσι να μοιράζεται,
ανώδυνο
Ο σταυρός του Αρχάγγελου,
τα θαύματα που είχαν βγει σ' ανεργία,
το φασκόμηλο που συσκευασμένο φύτρωνε
δίπλα στης ένδειας την αυλή
Ακόμα κι ο ουρανός
σα να 'χε ξεθωριάσει
από τις τελευταίες βροχές,
απαλό γαλανό,
σαν κοριτσίστικο βλέμμα το χρώμα του
σε τι πειρασμό να με βάλει;
-------
Πόσο εύκολα αδειάζουν τα χέρια
άμα σου λείπει η χρεία της αγκαλιάς
------
Ξέρω,
κάνει κρύο,
άλλαξε αφύσικα ο καιρός
κι οι φωτιές έχουν από καιρό
δηλώσει μετανάστες αντοχής
-------
Δώσε μου πίσω τις συνήθειές μου
-------
Μέχρι την πόρτα έξι βήματα,
κλειδώνω δυο φορές
σκαλιά δεκατέσσερα,
κατεβαίνω
Η κάθοδος διευκολύνει τη θλίψη άλλωστε
Καφές,
μία + μία ζάχαρη,
τσιγάρα τρία
Προσέχω πάντα να μετακινώ το βλέμμα
από τον τοίχο στο πάτωμα
και αντιθέτως
Διαλέγω λέξεις,
βουβές
με τον ορισμό του κενού στα σπλάχνα τους
Αλαφραίνω
Κι ύστερα ξανά πίσω
Σκαλιά δεκατέσσερα,
ξεκλειδώνω δυο φορές,
έξι βήματα εντός,
ησυχία
Σώθηκα
Ας ανακοινώσει κάποιος την ώρα θανάτου
Ενίοτε χρειάζομαι τη γνώση του τέλους
-------
Πριν έρθεις εσύ
πόσο απλός ήταν ο κόσμος
-------
Τώρα,
σβήνω το φως
μα δεν μπορώ να σβήσω το Όνειρο
--------
Πού είσαι;
Κρυώνω...

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

ποια είσαι;



Ξεφλουδίζοντας το Εγώ,

πόρτες κλειστές,

τζάμια σπασμένα,

φωνές που αντηχούν

στο πηγάδι του Κόσμου

- Ποια είσαι;

- Αλήθεια ρωτάς;

Αλυσίδες διπλά και τριπλά περασμένες

σε λαιμό ντελικάτο

Αφουγκράζομαι την καρωτίδα

που σφύζει ζωή,

το αβέβαιο αύριο στον παλμό του σφυγμού σου

-Ποια είσαι;

Ερωταποκρίσεις

Αθιβολές

Ευθείες βολές

Απώλειες παράπλευρες

- Ποια είσαι;

- Ποια είμαι;

Η δυαδική γοητεία της ψύχωσης

Ένα σπίτι με θέα στη θάλασσα

Ένα μαβί σύννεφο για σκίαστρο στον ήλιο

- Ποια είσαι;

- Καμιά στ' αλήθεια πριν σε συναντήσω

Μεσήλικες πια

κι όμως ακόμα χρειαζόμαστε

μια Ουτοπία για να πορευτούμε

Ποιος μπορεί να δει τα μάτια της Αλήθειας

χωρίς να τυφλωθεί;

Αρκεί!

Εγώ θα κοιτάω τα δικά σου μάτια

- Ποια είσαι;

- Είμαι...

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

μου λείπεις απλά




Μια μικρή φωτιά

άναψε,


δίχως γιατί,


χωρίς αιτία


Στα φύλλα των δέντρων,


στα φτερά των πουλιών,


στις άκρες της θάλασσας,


στο στόμα της Γης,


στου Ουρανού το μπράτσο


Στα μάτια σου μέσα


που πάντα το δρόμο κοιτούσαν


Άναψε μια μικρή φωτιά


-------


Θα είναι βαρύς ο φετινός χειμώνας είπες


-------


Κι ύστερα,


ένας αγέρας φύσηξε που ήταν παιχνιδιάρης


Με απαλά σκουντήγματα


έσπειρε τις νεράιδες μακριά


κι όλες τις ανεμώνες


Τσιμέντο παντού


-------


Πάνε χρόνια τώρα


που βύθισα μια κόκκινη άγκυρα


στη σκέψη σου


Έλεγα : δεν υπάρχεις


όπως λένε οι μικροί στα θαύματα


που ξέρουν πως γίνονται γι' άλλους


Μια χούφτα άστρα


που σου κρατούσα φυλαχτό


τα σκόρπισα μια νύχτα πάνω απ' την πόλη


Πρωτοχρονιά ήταν θαρρώ


και κάπου στο βάθος ακουγότανε κλάματα


Δεν ξέρω πως να απλώσω τα χέρια στη φωτιά


χωρίς να καώ


------


Κι είναι τόσος λίγος ο χρόνος


------


Φοβισμένα κρύβομαι σαν "παλιό" παιδί


πίσω απ' το μπαμπούλα του Κόσμου


Το ξέρω πως θα φύγεις


------


Θα είναι βαρύς ο φετινός χειμώνας είπες


------


Πάλι -νιώθω - σα να μου τάξανε λειψά τα καλοκαίρια μου


Όχι, δεν κρυώνω


Μου λείπεις απλά